Πήγασος: Difference between revisions
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
(32) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μυθολ.</b> φτερωτό [[άλογο]], [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το [[αίμα]] της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε [[κατά]] την [[έριδα]] του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[εκτεταμένος]] [[ευδιάκριτος]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως προσηγ.</b><br />α) <b>ζωολ.</b> μικρόσωμο θαλάσσιο [[ψάρι]], μήκους 15 [[περίπου]] εκατοστομέτρων, με επίμηκες [[σώμα]], καλυμμένο, [[εκτός]] από την [[ουρά]], από θώρακα με οστέινους δακτυλίους<br />β) <b>φυσ.</b> [[ονομασία]] πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική [[έρευνα]], για δοκιμές καυσίμων<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[ονομασία]] [[σειράς]] τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ιππεύει τον Πήγασο» ή «[[καβάλα]] στον Πήγασο» — έχει ποιητική [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], [[πέτασος]]) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: <i>Δάμασος</i>, <i>Ἔλασος</i>, <i>Ἄρκεσος</i>, <i>Πήδασος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πηδώ]]). Η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. [[πηγή]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[παραγωγή]] του από το επίθ. [[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), με την αρχική του σημ. «[[συμπαγής]], [[δυνατός]]» και όχι με τη σημ. «[[άσπρος]]» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (<b>βλ. λ.</b> [[πηγός]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μυθολ.</b> φτερωτό [[άλογο]], [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το [[αίμα]] της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε [[κατά]] την [[έριδα]] του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[εκτεταμένος]] [[ευδιάκριτος]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως προσηγ.</b><br />α) <b>ζωολ.</b> μικρόσωμο θαλάσσιο [[ψάρι]], μήκους 15 [[περίπου]] εκατοστομέτρων, με επίμηκες [[σώμα]], καλυμμένο, [[εκτός]] από την [[ουρά]], από θώρακα με οστέινους δακτυλίους<br />β) <b>φυσ.</b> [[ονομασία]] πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική [[έρευνα]], για δοκιμές καυσίμων<br /><b>2.</b> <b>αστροναυτ.</b> [[ονομασία]] [[σειράς]] τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ιππεύει τον Πήγασο» ή «[[καβάλα]] στον Πήγασο» — έχει ποιητική [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -(<i>α</i>)<i>σος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], [[πέτασος]]) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: <i>Δάμασος</i>, <i>Ἔλασος</i>, <i>Ἄρκεσος</i>, <i>Πήδασος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πηδώ]]). Η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. [[πηγή]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[παραγωγή]] του από το επίθ. [[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), με την αρχική του σημ. «[[συμπαγής]], [[δυνατός]]» και όχι με τη σημ. «[[άσπρος]]» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (<b>βλ. λ.</b> [[πηγός]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Πήγᾰσος:''' Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο [[Πήγασος]], το [[άλογο]] που αναπήδησε από το [[αίμα]] της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (<i>πηγαί</i>) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η [[Μέδουσα]]· το ίππευε ο [[Βελλεροφόντης]] όταν φόνευσε τη [[Χίμαιρα]], σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο [[αγαπημένος]] των Μουσών και λέγεται ότι [[κάτω]] από τα πόδια του ανέβλυσε το [[νερό]] της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου [[κρήνη]]) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th.281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc. : pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.
A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar.Pax76 : fem. Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ἵππος ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ ἔνθα ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ αὐτοῦ ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, αὐτόθι 325· οἱ μετέπειτα ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι ὕστερον ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν αὐτοῦ ἀνέβλυσε τὸ ὕδωρ τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς εἶδος τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς κρήνη, ἡ Ἱπποκρήνη, Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Pégase, cheval ailé de Persée.
Étymologie: πήγνυμι, πηγή.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. μυθολ. φτερωτό άλογο, γιος του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το αίμα της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε κατά την έριδα του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών
2. αστρον. εκτεταμένος ευδιάκριτος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
νεοελλ.
1. ως προσηγ.
α) ζωολ. μικρόσωμο θαλάσσιο ψάρι, μήκους 15 περίπου εκατοστομέτρων, με επίμηκες σώμα, καλυμμένο, εκτός από την ουρά, από θώρακα με οστέινους δακτυλίους
β) φυσ. ονομασία πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική έρευνα, για δοκιμές καυσίμων
2. αστροναυτ. ονομασία σειράς τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965
3. φρ. «ιππεύει τον Πήγασο» ή «καβάλα στον Πήγασο» — έχει ποιητική έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -(α)σος (πρβλ. κόμπασος, μέθυσος, πέτασος) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: Δάμασος, Ἔλασος, Ἄρκεσος, Πήδασος (πρβλ. πηδώ). Η άποψη, σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. πηγή οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία. Πιθανότερη φαίνεται η παραγωγή του από το επίθ. πηγός (< πήγνυμι), με την αρχική του σημ. «συμπαγής, δυνατός» και όχι με τη σημ. «άσπρος» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (βλ. λ. πηγός). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].
Greek Monotonic
Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο Πήγασος, το άλογο που αναπήδησε από το αίμα της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (πηγαί) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η Μέδουσα· το ίππευε ο Βελλεροφόντης όταν φόνευσε τη Χίμαιρα, σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο αγαπημένος των Μουσών και λέγεται ότι κάτω από τα πόδια του ανέβλυσε το νερό της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου κρήνη) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.