πλησίστιος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο / [[πλησίστιος]], -ιον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που πλέει με γεμάτα τα [[ιστία]], με φουσκωμένα τα πανιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πλέει με όλη την [[ταχύτητα]], [[ολοταχώς]] και [[κατευθείαν]], αυτός που φέρεται [[ακράτητος]] [[προς]] μία [[κατάσταση]] («φέρονται πλησίστιοι [[προς]] οικονομική [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα [[ιστία]] («πλησίστιον<br />τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ [[ἱστίον]]», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλησιστίως</i>, ΝΑ<br />με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>(<i>ι</i>)- του [[πίμπλημι]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἱστίον]] «[[πανί]]»]. | |mltxt=-ια, -ιο / [[πλησίστιος]], -ιον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που πλέει με γεμάτα τα [[ιστία]], με φουσκωμένα τα πανιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πλέει με όλη την [[ταχύτητα]], [[ολοταχώς]] και [[κατευθείαν]], αυτός που φέρεται [[ακράτητος]] [[προς]] μία [[κατάσταση]] («φέρονται πλησίστιοι [[προς]] οικονομική [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα [[ιστία]] («πλησίστιον<br />τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ [[ἱστίον]]», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλησιστίως</i>, ΝΑ<br />με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>(<i>ι</i>)- του [[πίμπλημι]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἱστίον]] «[[πανί]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλησίστιος:''' -ον (πίμ-πλημι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φουσκώνει τα πανιά, [[οὖρος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (πίμπλημι, ἱστία)
A filling or swelling the sails, οὖρος Od.11.7,12.149, Them.Or.15.195a; πνοαί E.IT430 (lyr.). II Pass., with full sails, π. φέρεσθαι Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.Cat. Ma.3.
German (Pape)
[Seite 635] die Segel füllend, schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίστιος: -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, οὖρος Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui emplit ou gonfle les voiles;
2 dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.
Étymologie: πλήθω, ἱστίον.
Greek Monolingual
-ια, -ιο / πλησίστιος, -ιον, ΝΑ
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά
2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς οικονομική καταστροφή»)
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα ιστία («πλησίστιον
τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ ἱστίον», Ησύχ.).
επίρρ...
πλησιστίως, ΝΑ
με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + ἱστίον «πανί»].
Greek Monotonic
πλησίστιος: -ον (πίμ-πλημι),
I. αυτός που φουσκώνει τα πανιά, οὖρος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.