προκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και προκαταγινώσκω Α<br /><b>1.</b> [[προδικάζω]] ή [[καταδικάζω]] εκ τών προτέρων με προσωπική [[απόφαση]], [[πριν]] να ακούσω την [[κατηγορία]] ή την [[απολογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προκαταγιγνώσκω]] τινὸς φόνον» — [[αποφασίζω]] εκ τών προτέρων [[εναντίον]] κάποιου ότι [[είναι]] [[φονιάς]]<br />β) «[[προκαταγιγνώσκω]] θάνατόν τινος» — [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
|mltxt=και προκαταγινώσκω Α<br /><b>1.</b> [[προδικάζω]] ή [[καταδικάζω]] εκ τών προτέρων με προσωπική [[απόφαση]], [[πριν]] να ακούσω την [[κατηγορία]] ή την [[απολογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προκαταγιγνώσκω]] τινὸς φόνον» — [[αποφασίζω]] εκ τών προτέρων [[εναντίον]] κάποιου ότι [[είναι]] [[φονιάς]]<br />β) «[[προκαταγιγνώσκω]] θάνατόν τινος» — [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]], [[κηρύσσω]] ένοχο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταψηφίζω]] ομόφωνα εκ των προτέρων, [[καταδικάζω]] με προηγούμενη [[απόφαση]], με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]], μην προδικάζεις [[τίποτα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., προκαταγιγνώσκετε [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]], μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προκαταγιγνώσκω]] τί τινος, όπως το <i>φόνον τινός</i>, [[εκδίδω]] εκ των προτέρων καταδικαστική [[απόφαση]] για φόνο, σε Ρήτ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταγιγνώσκω Medium diacritics: προκαταγιγνώσκω Low diacritics: προκαταγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: prokatagignṓskō Transliteration B: prokatagignōskō Transliteration C: prokatagignosko Beta Code: prokatagignw/skw

English (LSJ)

   A vote against beforehand, condemn by a prejudgement, τινος D.21.227, Plb.21.42.2, etc.; μὴ προκαταγίγνωσκ'... πρὶν ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V.919; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, D.18.2: generally, condemn, disapprove of in advance, Gal.12.260.    2 c. inf., π. ἡμῶν . . ἥσσους εἶναι prejudge us and say we are... Th.3.53; σφῶν αὐτῶν π. ἀδικεῖν Lys.20.21; π. ἀδικεῖν (without τινος) And.1.3; also π. ὡς ἀδικῶ Aeschin.2.7.    3 π. τινὸς φόνον give a verdict of murder against one beforehand, Antipho 5.85; π. τινῶν ἄδικόν τι ib.4; ἀδικίαν τινός Lys.19.10.    4 π. θανατόν τινος pass sentence of death on before, D.S.18.60; τὴν τιμωρίαν αὐτὸς σαυτοῦ π. D.C.46.11.

German (Pape)

[Seite 728] (s. γιγνώσκω), vorher verurtheilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγιγνώσκω: καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, καταδικάζω τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, προδικάζω πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους εἶναι, καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν (ἄνευ τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, οἷον, φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― ἀλλά, πρ. θάνατόν τινος, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον προηγουμένως, Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταγνώσομαι, ao.2 προκατέγνων, etc.
1 condamner d’avance : τινός, qqn;
2 se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.
Étymologie: πρό, καταγιγνώσκω.
Par. προκατακρίνω.

Greek Monolingual

και προκαταγινώσκω Α
1. προδικάζω ή καταδικάζω εκ τών προτέρων με προσωπική απόφαση, πριν να ακούσω την κατηγορία ή την απολογία
2. φρ. α) «προκαταγιγνώσκω τινὸς φόνον» — αποφασίζω εκ τών προτέρων εναντίον κάποιου ότι είναι φονιάς
β) «προκαταγιγνώσκω θάνατόν τινος» — καταδικάζω κάποιον σε θάνατο εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγιγνώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].

Greek Monotonic

προκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
1. καταψηφίζω ομόφωνα εκ των προτέρων, καταδικάζω με προηγούμενη απόφαση, με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν, μην προδικάζεις τίποτα, σε Δημ.
2. με απαρ., προκαταγιγνώσκετε ἡμῶν ἥσσους εἶναι, μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.
3. προκαταγιγνώσκω τί τινος, όπως το φόνον τινός, εκδίδω εκ των προτέρων καταδικαστική απόφαση για φόνο, σε Ρήτ.