προεισφέρω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[προπληρώνω]], [[προκαταβάλλω]] την [[εισφορά]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπληρώνω]] χρήματα στην [[πολιτεία]] («[[ἀργύριον]] ἄτοκον προεισφέρειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] νόμο εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[απονέμω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρειν [[χάριν]] τῇ πάλει»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εισάγω]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρεσθαι [[ὄνομα]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφέρω]] «[[καταβάλλω]] χρήματα, [[εισάγω]], [[προτείνω]]»].
|mltxt=ΝΑ<br />[[προπληρώνω]], [[προκαταβάλλω]] την [[εισφορά]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπληρώνω]] χρήματα στην [[πολιτεία]] («[[ἀργύριον]] ἄτοκον προεισφέρειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] νόμο εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[απονέμω]], [[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρειν [[χάριν]] τῇ πάλει»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[εισάγω]] [[προηγουμένως]] («προεισφέρεσθαι [[ὄνομα]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφέρω]] «[[καταβάλλω]] χρήματα, [[εισάγω]], [[προτείνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεισφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· [[παρέχω]] χρήματα για την [[πληρωμή]] της <i>εἰσφορᾶς</i> για άλλους, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφέρω Medium diacritics: προεισφέρω Low diacritics: προεισφέρω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΕΡΩ
Transliteration A: proeisphérō Transliteration B: proeispherō Transliteration C: proeisfero Beta Code: proeisfe/rw

English (LSJ)

fut. -οίσω and 1 aor.

   A -ήνεγκα D.50.8:—advance money to pay the εἰσθορά for others, Id.42.25, 50.8; generally, advance money to the State, SIG 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. IG11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc.    2 introduce a law before, in Pass., Poll.5.166, Lib. Decl.39.3:—Med., introduce before (in writing), ὄνομα Sch.Ar.Ach. 321.    3 confer previously, χάριν τῇ πόλει Lib.Decl.22.27, cf. Or.12.37.

German (Pape)

[Seite 718] (s. φέρω), vorher hineintragen, zuerst abtragen, z. B. seine Abgaben, bes. die Kriegssteuer, εἰσφορά, vorschießen, Dem. 21, 153 u. öfter; 14, 26 hat Bekker εἰσενεγκεῖν dafür geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφέρω: εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) παρέχω χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· ὑπὲρ ἑαυτοῦ ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) εἰσάγω πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.

French (Bailly abrégé)

faire l’avance d’une somme pour les impôts de qqn.
Étymologie: πρό, εἰσφέρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι
αρχ.
1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτείαἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.)
2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων
3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει»)
4. μέσ. εισάγω προηγουμένως («προεισφέρεσθαι ὄνομα», Σχόλ. Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσφέρω «καταβάλλω χρήματα, εισάγω, προτείνω»].

Greek Monotonic

προεισφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. βʹ -ήνεγκον· παρέχω χρήματα για την πληρωμή της εἰσφορᾶς για άλλους, σε Δημ.