προσηγορία: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br />[[ονομασία]], [[επωνυμία]], [[χαρακτηρισμός]] που δίνεται σε κάποιον ή [[κάτι]] («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλικός]] [[χαιρετισμός]], [[προσφώνηση]] («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[τρόπος]] διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («[[θεός]], ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)<br /><b>4.</b> το να κατονομάζεται [[κάτι]], η [[μνεία]] («ἡ [[δεκάλογος]] [[προσηγορία]] σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)<br /><b>5.</b> όρος, [[ρήτρα]] («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br />[[ονομασία]], [[επωνυμία]], [[χαρακτηρισμός]] που δίνεται σε κάποιον ή [[κάτι]] («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλικός]] [[χαιρετισμός]], [[προσφώνηση]] («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[τρόπος]] διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («[[θεός]], ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)<br /><b>4.</b> το να κατονομάζεται [[κάτι]], η [[μνεία]] («ἡ [[δεκάλογος]] [[προσηγορία]] σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)<br /><b>5.</b> όρος, [[ρήτρα]] («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσηγορία:''' ἡ, [[ονομασία]], όνομα, σε Ισοκρ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98. II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110. 2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action d’adresser la parole à, de saluer;
2 action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.
Greek Monotonic
προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.