Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαυρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />σιδερένια [[αιχμή]] που περιέβαλλε το [[κάτω]] [[άκρο]] του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το [[δόρυ]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωτήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>σαυρόω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>ωτήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />σιδερένια [[αιχμή]] που περιέβαλλε το [[κάτω]] [[άκρο]] του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το [[δόρυ]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωτήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>σαυρόω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-<i>ωτήρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαυρωτήρ:''' -ῆρος, ὁ, σιδερένια [[αιχμή]] στο [[κάτω]] [[άκρο]] του [[δόρατος]], που χρησίμευε για να στερεώνεται το [[κοντάρι]] στο [[έδαφος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυρωτήρ Medium diacritics: σαυρωτήρ Low diacritics: σαυρωτήρ Capitals: ΣΑΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: saurōtḗr Transliteration B: saurōtēr Transliteration C: savrotir Beta Code: saurwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A ferrule or spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il.10.153, Hdt.7.41, Plb.6.25.6, 11.18.4, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Sch.Th.Oxy.853 v 30.

German (Pape)

[Seite 865] ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ εἶδος αἰχμῆς εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ ἔδαφος, οὐρίαχος, στύραξ. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ τύπος σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι σαῦρος ἐσήμαινεν ὡσαύτως σαυρωτήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.
Étymologie: DELG σαύρα.

English (Autenrieth)

ῆρος: a spike at the butt-end of a spear, by means of which it could be stuck in the ground, Il. 10.153†. (See cut No. 4.)

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου σαυρόω (πρβλ. τροπ-ωτήρ)].

Greek Monotonic

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).