σκάφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[σκαφή]], [[σκάψιμο]], [[ανόρυξη]] («[[τότε]] δὴ [[σκάφος]] [[οὐκέτι]] οἰνέων» — [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για το [[σκάψιμο]] των αμπελιών, <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών αρσ.].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σώμα]] [[κοίλο]], σκαμμένο σε [[σχήμα]] σκάφης<br /><b>2.</b> το [[κύτος]], το κύριο [[σώμα]] του πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό [[περίβλημα]], τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα [[ζυγά]], [[χωρίς]] να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, [[δηλαδή]] οι ιστοί, τα [[ιστία]] κ.ά. («Ἀργοῡς [[σκάφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ολόκληρο]] το [[πλοίο]] (α. «τα αγγλικά πολεμικά [[σκάφη]]» β. «οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[σκάφος]] της πολιτείας» και «τῆς πόλεως [[σκάφος]]» — η [[πολιτεία]]<br />β) «το [[σκάφος]] της Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ [[σκάφος]]» — η Εκκλησία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αεροσκάφος]], [[αεροπλάνο]]<br /><b>2.</b> [[διαστημόπλοιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκάφος]] πτερυγίου του αφτιού»<br /><b>ανατ.</b> η [[σκαφοειδής]] [[αύλακα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> ο [[κόσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] του εξωτερικού αφτιού<br /><b>2.</b> [[σκαφείο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκάφος]]<br />[[πλοιάριον]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ἴδιον]] κυβερνῆσαι [[σκάφος]]» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου [[χωρίς]] να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών ουδ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[σκαφή]], [[σκάψιμο]], [[ανόρυξη]] («[[τότε]] δὴ [[σκάφος]] [[οὐκέτι]] οἰνέων» — [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για το [[σκάψιμο]] των αμπελιών, <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών αρσ.].———————— <b>(II)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σώμα]] [[κοίλο]], σκαμμένο σε [[σχήμα]] σκάφης<br /><b>2.</b> το [[κύτος]], το κύριο [[σώμα]] του πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό [[περίβλημα]], τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα [[ζυγά]], [[χωρίς]] να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, [[δηλαδή]] οι ιστοί, τα [[ιστία]] κ.ά. («Ἀργοῡς [[σκάφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ολόκληρο]] το [[πλοίο]] (α. «τα αγγλικά πολεμικά [[σκάφη]]» β. «οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[σκάφος]] της πολιτείας» και «τῆς πόλεως [[σκάφος]]» — η [[πολιτεία]]<br />β) «το [[σκάφος]] της Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ [[σκάφος]]» — η Εκκλησία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αεροσκάφος]], [[αεροπλάνο]]<br /><b>2.</b> [[διαστημόπλοιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκάφος]] πτερυγίου του αφτιού»<br /><b>ανατ.</b> η [[σκαφοειδής]] [[αύλακα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> ο [[κόσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] του εξωτερικού αφτιού<br /><b>2.</b> [[σκαφείο]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκάφος]]<br />[[πλοιάριον]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ἴδιον]] κυβερνῆσαι [[σκάφος]]» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου [[χωρίς]] να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών ουδ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκάφος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[σκάπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> κοίλο [[μέρος]] του πλοίου, [[κύτος]] πλοίου, Λατ. [[alveus]], σε Ηρόδ., Τραγ.· γενικά, [[πλοίο]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σκαφίς]] II, [[φτυάρι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[σκάφος]]:</b> [ᾰ], τό ([[σκάπτω]]), [[σκάψιμο]], [[σκάλισμα]]· [[σκάφος]] οἰνέων, [[εποχή]] κατάλληλη για [[σκάλισμα]] των αμπελιών, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάφος Medium diacritics: σκάφος Low diacritics: σκάφος Capitals: ΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: skáphos Transliteration B: skaphos Transliteration C: skafos Beta Code: ska/fos

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ὁ,

   A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op.572; ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5.
σκάφος [ᾰ] (B), εος, τό,

   A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50; ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr.803; ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers.419; ναυτικὰ σ. S.Aj.1278; Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1; ναὸς or νεὼς σ., poet. = ναῦς, Id.IT1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε σ. A.Ag.1013 (lyr.), cf. Supp.440, Ar.Ach.541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.; σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72 (nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως σ. the ship of the state, Ar.V.29.    b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σ. 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S.    2 hollow of the external ear, Poll.2.85.    II = σκαφεῖον, AP6.21.7.

German (Pape)

[Seite 891] τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφος: [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, τότε δὴ σκ. οὐκέτι οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν ἀμπέλων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ δεύτερος σκ. τῶν νέων ἀμπέλων Γεωπ. 3. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
carène de navire ; navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο, ανόρυξητότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων» — κατάλληλος καιρός για το σκάψιμο των αμπελιών, Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών αρσ.].———————— (II)
το, ΝΜΑ
1. σώμα κοίλο, σκαμμένο σε σχήμα σκάφης
2. το κύτος, το κύριο σώμα του πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό περίβλημα, τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα ζυγά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, δηλαδή οι ιστοί, τα ιστία κ.ά. («Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)
3. συνεκδ. ολόκληρο το πλοίο (α. «τα αγγλικά πολεμικά σκάφη» β. «οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «το σκάφος της πολιτείας» και «τῆς πόλεως σκάφος» — η πολιτεία
β) «το σκάφος της Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ σκάφος» — η Εκκλησία
νεοελλ.
1. αεροσκάφος, αεροπλάνο
2. διαστημόπλοιο
3. φρ. «σκάφος πτερυγίου του αφτιού»
ανατ. η σκαφοειδής αύλακα
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. το σώμα
2. ο κόσμος
αρχ.
1. το κοίλωμα του εξωτερικού αφτιού
2. σκαφείο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σκάφος
πλοιάριον»
4. φρ. «τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου χωρίς να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών ουδ.].

Greek Monotonic

σκάφος: [ᾰ], -εος, τό (σκάπτω),
1. κοίλο μέρος του πλοίου, κύτος πλοίου, Λατ. alveus, σε Ηρόδ., Τραγ.· γενικά, πλοίο, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. = σκαφίς II, φτυάρι, σε Ανθ.
σκάφος: [ᾰ], τό (σκάπτω), σκάψιμο, σκάλισμα· σκάφος οἰνέων, εποχή κατάλληλη για σκάλισμα των αμπελιών, σε Ησίοδ.