χειροτονία: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />(καν. δίκ.) εκκλησιαστική [[πράξη]] με την οποία αποδίδεται η [[ιερωσύνη]] σε έναν από τους [[τρεις]] βαθμούς, [[δηλαδή]] του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ξυλοδαρμός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.<br />β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> [[εκλογή]], [[ανάδειξη]], [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού για [[έκφραση]] γνώμης ή για [[λήψη]] απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψήφος]] («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[χειροτονῶ]]<br />(καν. δίκ.) εκκλησιαστική [[πράξη]] με την οποία αποδίδεται η [[ιερωσύνη]] σε έναν από τους [[τρεις]] βαθμούς, [[δηλαδή]] του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ξυλοδαρμός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.<br />β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> [[εκλογή]], [[ανάδειξη]], [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] του χεριού για [[έκφραση]] γνώμης ή για [[λήψη]] απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψήφος]] («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροτονία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ψηφοφορία]] ή [[εκλογή]] με [[ανάταση]] χεριών, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλογή]], Λατ. [[suffragium]], σε πληθ., σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A extension of the hand, LXXIs.58.9. II voting by show of hands, Th.3.49; χειροτονίαν μνηστεύειν to court or seek election, Isoc.8.15; χ. τοῦ δήμον election by the people, Din.1.114, S.Pelekides 76 (Thessalonica). 2 generally, election, appointment, Ph.2.93, etc. 3 a vote, in pl., Pl.Lg.659b, Aeschin. 3.3; collectively, votes, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Pl.Lg.755d, cf. 756b.
German (Pape)
[Seite 1347] ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη χειροτονία γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεθείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονία: ἡ, ἀνάτασις τῆς χειρός, Ἑβδ. (Ἡσ. ΝΗ΄, 9). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ψηφοφορία ἢ ἐκλογὴ γινομένη δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, Θουκ. 3. 49· χειροτονίαν μνηστεύειν, ἐπιζητεῖν, ἐπιδιώκειν ἐκλογήν, Ἰσοκρ. 162Α· χ. τοῦ δήμου, ἐκλογὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Δείναρχ. 104. 45. 2) καθόλου, ἐκλογή, διορισμός, Φίλων 2. 93, κτλ.· ― παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐκλογὴ εἰς τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου διάφορος ἐν ἀρχῇ τῆς νῦν χειροτονίας, ἥτις τότε ἐλέγετο ἡ τῶν χειρῶν ἐπίθεσις. 3) ψῆφος, Λατ. suffragium, ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 659Β, Αἰσχίνης 54. 10· ― ὡσαύτως περιληπτικῶς, αἱ ψῆφοι, Λατ. suffragia, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. ᾖ Πλάτ. Νόμ. 755D, πρβλ. 756Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de voter ou vote à main levée;
2 p. ext. suffrage, vote, voix.
Étymologie: χειροτονέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειροτονῶ
(καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου
νεοελλ.
ειρων. ξυλοδαρμός
μσν.-αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.
β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)
2. εκλογή, ανάδειξη, τοποθέτηση σε κάποιο αξίωμα
αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού για έκφραση γνώμης ή για λήψη απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», Θουκ.)
2. ψήφος («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», Πλάτ.).
Greek Monotonic
χειροτονία: ἡ,
1. ψηφοφορία ή εκλογή με ανάταση χεριών, σε Θουκ.
2. εκλογή, Λατ. suffragium, σε πληθ., σε Αισχίν.