διαρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρίπτω:''' Arph. [[διαρίπτω]]<br /><b class="num">1)</b> бросать вокруг, разбрасывать (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; [[πανταχῇ]] διάρ(ρ)ιψον [[ὄμμα]] Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;<br /><b class="num">2)</b> бросать или пускать сквозь: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);<br /><b class="num">3)</b> разбрасывать, раскидывать, ломать (τὸν [[περίβολον]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρίπτω Medium diacritics: διαρρίπτω Low diacritics: διαρρίπτω Capitals: ΔΙΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: diarríptō Transliteration B: diarriptō Transliteration C: diarripto Beta Code: diarri/ptw

English (LSJ)

poet. διαρίπτω, also pres. διαρριπτέω Ar.V.59, X. Cyn.5.8, Aeschin.1.59, etc.:—

   A shoot through, διαρρίπτασκεν ὀϊστόν Od.19.575.    2 cast or throw about, διάριψον ὄμμα πανταχῇ fling glances round, dub. in Ar.Th.665; τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Hp.Coac.214; δ. σκέλεα Id.prog.3 (Pass.); δ. τὴν οὐράν, of a dog, wag the tail, X. Cyn.6.23.    3 throw about, as nuts, etc., among a crowd, Ar.V. 59; χρήματά τισι Plb.16.21.8: metaph., toss about, Pl.Ep.343d; squander, τὸν βίον Lib.Or.12.33: pf. part. Pass., indiscriminate, Pl. Lg.860c; scattered, dispersed, δ. κατὰ πόλεις Plu.Phil.8; διερριμμένην μνήμην ποιήσασθαι mention here and there, Plb.3.57.5.    4 throw down, τὸν περίβολον Id.16.1.6.    II intr., plunge, ἐν τῇ θαλάττῃ X.Cyn.5.8.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρίπτω: ποιητ. διαρίπτω· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· ῥίπτω διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) ῥίπτω πέριξ, διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) ὄμμα πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, διασείω τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., διαφέρω, διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) διασκορπίζω, οἷον κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, ἀναφέρω σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) ἀπορρίπτω, Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) καταρρίπτω, Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

f. διαρρίψω, ao. διέρριψα, etc.
I. (διά, de côté et d’autre);
1 jeter de côté et d’autre : ἀστέρες διερριμμένοι LUC astres disséminés;
2 p. ext. écarter, rejeter;
II. (διά, à travers) lancer : ὀϊστόν OD un trait.
Étymologie: διά, ῥίπτω.

English (Autenrieth)

(ϝρίπτω): shoot through, Od. 19.575†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iter. διαρρίπτασκεν Od.19.575]
I tr.
1 lanzar a través de διαρρίπτασκεν ὀϊστόν (Ulises) lanzaba la flecha a través (de las hachas) una y otra vez, Od.l.c.
2 lanzar, arrojar, echar a un lado y a otro τὰ ... σκεύη X.An.5.8.6, τὰ βασιλικὰ χρήματα τοῖς ... πρεσβευταῖς Plb.16.21.8, cf. D.S.15.49, D.C.36.8, τοὺς λίθους τοὺς ἐκ τῆς ὁδοῦ LXX Is.62.10, τὰ μηρία ... ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Plu.Ages.6, τῶν ... χρυσωμάτων ἔνια τοῖς Κρησὶ διερριφὼς ὑπ' ἀγνοίας Plu.Aem.23, τὸ ὅπλον Gr.Nyss.Beat.93.23
en v. med.-pas. τὸ βλέμμα διέρριπται tiene la mirada perdida, extraviada Hld.4.7.7.
3 ref. partes del cuerpo mover a un lado y a otro τὸ τὰς ὄψιας πυκνὰ διαρρίπτειν el mover los ojos constantemente a un lado y a otro Hp.Coac.214, de unas perras διαρριπτοῦσαι τὰς οὐράς X.Cyn.6.23, en v. pas. τὰς χεῖρας καὶ τὰ σκέλεα ἀνωμάλως διερριμμένα Hp.Prog.3.
4 part. perf. pas. διερριμμένος dispersado, diseminado, separado de concr. τοὺς ἀστέρας ... διερριμμένους Luc.Icar.4, τῶν Συρακοσίων ... διερριμμένων D.S.13.9, de abstr. τὰ καλὰ καὶ τὰ δίκαια διερριμμένα lo bello y lo justo (están) separados Pl.Lg.860c, οὐ διερριμμένην ... ποιήσασθαι τὴν περὶ αὐτῶν μνήμην no hacer mención de estas cosas de forma dispersa Plb.3.57.5, τὰ τῆς φιλοσοφίας μέρη ... διερριμμένα ὥσπερ τὰ τοῦ Πενθέως μέλη Attic.1.21
part. subst. ἐκ ταπεινοῦ καὶ διερριμμένου de la debilidad y dispersión ref. a ciu., Plu.Phil.8.
5 fil. disgregar, e.e., analizar τὰ τέτταρα διαρρίπτειν τε καὶ ἐλέγχειν analizar y refutar los cuatro (elementos necesarios para que se produzca el conocimiento), Pl.Ep.343d.
6 echar abajo, derribar τὸν περίβολον Plb.16.1.6.
7 hacer ir en dirección errónea, despistar ὃ μὲν (ὁ λαγωός) ἐξελίξας τὸν δρόμον καὶ διαρρίψας τὴν κύνα Arr.Cyn.17.3, cf. 16.3.
II intr. en v. med. dispersarse, esparcirse las semillas, Thphr.HP 6.3.4.

Greek Monolingual

διαρρίπτω (Α)
1. ρίχνω ανάμεσα
2. ρίχνω (ματιές) τριγύρω
3. διασκορπίζω
4. ανασκευάζω, απορρίπτω
5. σπαταλώ, διασπαθίζω.

Greek Monotonic

διαρρίπτω: ποιητ. δια-ρίπτω, Ιων. παρατ. διαρ-ρίπτασκον, μέλ. -ψω, στην Αττ. επίσης ενεστ. διαρριπτέω·
I. 1. ρίχνω ή εκτοξεύω δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.
2. ρίχνω το βλέμμα τριγύρω, λέγεται για σκύλο, κουνώ την ουρά, σε Ξεν.
3. διασκορπίζω, ρίχνω, πετώ, όπως καρύδια ή χρήματα ανάμεσα στο πλήθος, σε Αριστοφ.
II. αμτβ., βουτώ, ρίχνομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαρρίπτω: Arph. διαρίπτω
1) бросать вокруг, разбрасывать (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; πανταχῇ διάρ(ρ)ιψον ὄμμα Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;
2) бросать или пускать сквозь: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);
3) разбрасывать, раскидывать, ломать (τὸν περίβολον Polyb.).