ἀναζεύγνυμι: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξαναζεύω, <i>ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν</i>, [[μετακινώ]] το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τη [[στρατοπέδευση]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] [[νῆας]], τα [[κινώ]] προς τα [[πίσω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαλύω]], [[εγκαταλείπω]] και μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀναζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξαναζεύω, <i>ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν</i>, [[μετακινώ]] το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τη [[στρατοπέδευση]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] [[νῆας]], τα [[κινώ]] προς τα [[πίσω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαλύω]], [[εγκαταλείπω]] και μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναζεύγνῡμι:''' Plut. тж. [[ἀναζευγνύω]] досл. вновь запрягать или снаряжать, перен.:<br /><b class="num">1)</b> отправлять (τὸν στρατόν Her.): ἀ. τὸ [[στρατόπεδον]] Her. сниматься с лагеря; ἐπορεύοντο ἀναζεύξαντες Xen. они двинулись дальше;<br /><b class="num">2)</b> возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου и ἐπ᾽ οἶκον Polyb., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 31 December 2018
English (LSJ)
and ἀνα-ζευγνύω,
A yoke or harness again, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν move off the army, Hdt.9.41; ἀ. τὸ στρατόπεδον break up the camp, ib.58; ἀ. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας withdraw... Id.8.60. ά. 2 abs., break up, shift one's quarters, mostly in part., ἀνοζεύξας ἤλαυνε Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Ph.Bel.103.15; ἀ. ἐκ τῆς Ἀραβίας Plu.Pomp.42; ἀ. διὰ Συρίας march through... Id.Ant.84; ἐπὶ τὰς πράξεις Chron.Lind.D.43. 3 repel, [ὕβριν] Inscr.Cos350.
German (Pape)
[Seite 187] (s. ζεύγνυμι), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ στρατόπεδον, 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε ζεύγνυμι). Ζευγνύω πάλιν τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ τεῖχος…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ τεῖχος…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τὸ στρατόπεδον, αὐτόθι 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, ἐπανάγω αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., καταλείπω τὴν θέσιν ὅπου ἤμην καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνεζεύγνυον, f. inus., ao. ἀνέζευξα, pf. inus.
litt. atteler pour le retour, d’où ἀ. στρατόν ramener une armée ; νῆας ramener une flotte ; στρατόπεδον lever un camp ; abs. ἀν. lever le camp ; revenir en parl. d’une armée.
Étymologie: ἀνά, ζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναζευγνύω PEleph.28.4 (III a.C.), Ph.Bel.103.15
I milit.
1 intr. abs. levantar el campo, poner el ejército en marcha ἀναζεύξας ἤλαυνεν Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Men.Asp.79, Ph.l.c., Plu.2.182b, 2.211b
•c. prep. y gen. o ac. marchar ἐπὶ Μακεδονίας Plb.4.27.9, ἐκ τῆς πολέως Plb.2.70.1, cf. Plu.Pomp.42, διὰ Συρίας Plu.Ant.84, ἐπὶ τὰς πράξεις Lindos 2D43, εἰς Παρνασσόν Plb.24.14.8, εἰς τὴν Θηιβα(ίδα) PTeb.62.43, 63.42 (II a.C.), cf. Arist.Oec.1350b21, D.C.Epit.9.10.3
•quizá escoltar τοῖς ἀναζευγνύουσι μετὰ Πειθολάου PEleph.l.c.
2 tr. c. ac. levantar, mover τὸ στρατόπεδον Hdt.9.58, τὸν στρατόν Hdt.9.41.
II 1intr. abs. retirarse, marcharse οἴκαδε Aristaenet.1.5.18.
2 tr. c. ac. retirar πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας Hdt.8.60α
•fig. rechazar Ἀθαναίων πολυάσπιδα καὶ πολύκωπον ὕβριν ἀνέζευξαν τᾶσδε ἀπὸ γᾶς IC 350.
Greek Monolingual
ἀναζεύγνυμι και -νύω (ΑΜ)
μσν.
(για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου
αρχ.
1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ
2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω
3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο
4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά τίνος χώρας», προχωρώ διά μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζεύγνυμι και ζευγνύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζευξις, ἀναζυγή.
Greek Monotonic
ἀναζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω,
1. ξαναζεύω, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν, μετακινώ το στράτευμα, σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τη στρατοπέδευση, στον ίδ.· ἀν. τὰς νῆας, τα κινώ προς τα πίσω, στον ίδ.
2. απόλ., διαλύω, εγκαταλείπω και μετακινούμαι από τη θέση μου, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναζεύγνῡμι: Plut. тж. ἀναζευγνύω досл. вновь запрягать или снаряжать, перен.:
1) отправлять (τὸν στρατόν Her.): ἀ. τὸ στρατόπεδον Her. сниматься с лагеря; ἐπορεύοντο ἀναζεύξαντες Xen. они двинулись дальше;
2) возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου и ἐπ᾽ οἶκον Polyb., Plut.).