καρηβαρία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρία]] και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [[καρηβαρώ]]<br /><b>1.</b> [[πόνος]] του κεφαλιού, [[κεφαλαλγία]], [[κεφαλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρηβαρία]] βάκτρου» — [[βάρος]] της κορυφής ράβδου, [[παράφραση]] για ροζιασμένο [[ραβδί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[καρηβαρία]] και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [[καρηβαρώ]]<br /><b>1.</b> [[πόνος]] του κεφαλιού, [[κεφαλαλγία]], [[κεφαλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρηβαρία]] βάκτρου» — [[βάρος]] της κορυφής ράβδου, [[παράφραση]] για ροζιασμένο [[ραβδί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρηβᾰρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρία Medium diacritics: καρηβαρία Low diacritics: καρηβαρία Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΑ
Transliteration A: karēbaría Transliteration B: karēbaria Transliteration C: karivaria Beta Code: karhbari/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Hp.Acut.49, Aph.5.22, Arist. Somn.Vig.456b29, Porph.Abst.1.28, Agath.2.38; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP9.249 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic.

Greek Monolingual

καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰρηβᾰρία:1) увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.