σύργαστρος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύργαστρος:''' ὁ, κανονικά <i>[[συρόγαστρος]]</i> ([[σύρω]], [[γαστήρ]]), αυτός που σέρνει [[καταγής]] την [[κοιλιά]] του, που έρπει όπως το [[σκουλήκι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σύργαστρος:''' ὁ, κανονικά <i>[[συρόγαστρος]]</i> ([[σύρω]], [[γαστήρ]]), αυτός που σέρνει [[καταγής]] την [[κοιλιά]] του, που έρπει όπως το [[σκουλήκι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύργαστρος:''' ὁ ползающий на брюхе, пресмыкающийся, т. е. змей Anth.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύργαστρος Medium diacritics: σύργαστρος Low diacritics: σύργαστρος Capitals: ΣΥΡΓΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: sýrgastros Transliteration B: syrgastros Transliteration C: syrgastros Beta Code: su/rgastros

English (LSJ)

ὁ, (σύρω, γαστήρ)

   A trailing the belly, as a snake, AP15.26.14 (Dosiad. Ara).    II metaph., day-labourer, Alciphr.3.19,63; also συργάστωρ, ορος, ὁ, v.l. ibid. (in 63).--Both words are expld. by συοφορβός or ὑ (ο) φορβός in Hsch., Phot., EM736.25 (Συργάστωρ is also an ὄνομα βαρβαρικόν acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1039] ὁ, u. συργάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σύργαστρος: ὁ, κυρίως συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς σκώληξὄφις, Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. κοινός, βάναυσος ἄνθρωπος, ἐργάτης, χειρῶναξ, χυδαῖος, Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. ἑρπετόν· ― πιθαν. ἕνεκα τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui traîne son ventre à terre (ver, reptile, serpent);
2 qui a le ventre tiré, qui meurt de faim, homme de peine.
Étymologie: σύρω, γαστήρ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι
2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης
3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν γίνει δεκτή η σημ. «αυτός που σέρνεται με την κοιλιά στη γη», οι τ. σύργαστρος και συργάστωρ πρέπει να θεωρηθούν σύνθετοι, ανώμαλα όμως σχηματισμένοι, από τις λ. σύρω και γαστήρ, γαστρός. Ωστόσο, οι τ. αυτοί έχουν χρησιμοποιηθεί και για τον χαρακτηρισμό του εργάτη, του χειρώνακτα (πρβλ. τα ερμηνεύματα του Ησύχ. συργαστρος
ὑφορβός, ἐργάτης και συργάστωρ
συοφορβός). Σε σχέση με τη σημ. αυτή έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για, ξενικής προέλευσης, όνομα δούλου που χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως προσηγορικό (για την ξενική προέλευση τών τ. πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. συργάστωρ
ὄνομα βαρβαρικόν καθώς και τους κοντινούς από μορφολογική άποψη τ. Συργάστης, Συργάστειος, που αποτελούν προσωνυμίες του Διός στην περιοχή της Βιθυνίας)].

Greek Monotonic

σύργαστρος: ὁ, κανονικά συρόγαστρος (σύρω, γαστήρ), αυτός που σέρνει καταγής την κοιλιά του, που έρπει όπως το σκουλήκι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σύργαστρος: ὁ ползающий на брюхе, пресмыкающийся, т. е. змей Anth.