Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βοτανικός: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοτανικός]], -ή, -όν) [[βοτάνη]]<br />Ι. ο [[σχετικός]] με τα βότανα<br />II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βοτανικός]] [[κήπος]], στον οποίο γίνεται [[συστηματική]] [[καλλιέργεια]] [[φυτών]] για διδακτικούς σκοπούς<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] της Αθήνας [[γύρω]] από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής<br />(αρχ. - μσν.) [[βοτανικός]], <i>ο</i><br />[[συλλέκτης]] θεραπευτικών βοτάνων<br />III. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βοτανική</i>, <i>η</i><br />η [[συστηματική]] [[μελέτη]] των [[φυτών]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[γνώση]] της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων<br />IV. <b>αρχ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βοτανικά</i>, <i>τα</i><br />η [[χρήση]] θεραπευτικών βοτάνων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοτανικός]], -ή, -όν) [[βοτάνη]]<br />Ι. ο [[σχετικός]] με τα βότανα<br />II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βοτανικός]] [[κήπος]], στον οποίο γίνεται [[συστηματική]] [[καλλιέργεια]] [[φυτών]] για διδακτικούς σκοπούς<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] της Αθήνας [[γύρω]] από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής<br />(αρχ. - μσν.) [[βοτανικός]], <i>ο</i><br />[[συλλέκτης]] θεραπευτικών βοτάνων<br />III. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βοτανική</i>, <i>η</i><br />η [[συστηματική]] [[μελέτη]] των [[φυτών]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[γνώση]] της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων<br />IV. <b>αρχ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βοτανικά</i>, <i>τα</i><br />η [[χρήση]] θεραπευτικών βοτάνων.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτᾰνικός:''' приготовленный из трав или настоенный на травах (φάρμακα Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτᾰνικός Medium diacritics: βοτανικός Low diacritics: βοτανικός Capitals: ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: botanikós Transliteration B: botanikos Transliteration C: votanikos Beta Code: botaniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of herbs, φάρμακα Plu.2.663c; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ -κά Id.2 Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.

German (Pape)

[Seite 455] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνικός: -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. παράδοσις, ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
préparé avec des plantes (remède).
Étymologie: βοτάνη.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 hecho de hierbas φάρμακα Plu.2.663c, Dsc.1 praef.8.
2 que concierne a las plantas o hierbas ἡ β. ... παράδοσις la ciencia de las plantas, la botánica Dsc.1 praef.1, β. ἰατρός el médico experto en plantas, el botánico Gal.5.846, ἄνδρες β. Gal.14.9
plu. subst. τὰ βοτανικά plantas usadas como remedio medicinal Dsc.2 praef.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βοτανικός, -ή, -όν) βοτάνη
Ι. ο σχετικός με τα βότανα
II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) νεοελλ.
1. ο βοτανικός κήπος, στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια φυτών για διδακτικούς σκοπούς
2. περιοχή της Αθήνας γύρω από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής
(αρχ. - μσν.) βοτανικός, ο
συλλέκτης θεραπευτικών βοτάνων
III. το θηλ. ως ουσ. βοτανική, η
η συστηματική μελέτη των φυτών
(αρχ. -μσν.) η γνώση της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων
IV. αρχ. το ουδ. ως ουσ. βοτανικά, τα
η χρήση θεραπευτικών βοτάνων.

Russian (Dvoretsky)

βοτᾰνικός: приготовленный из трав или настоенный на травах (φάρμακα Plut.).