ἀπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσοιστος:''' неодолимый, неудержимый ([[στρατός]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσοιστος Medium diacritics: ἀπρόσοιστος Low diacritics: απρόσοιστος Capitals: ΑΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprósoistos Transliteration B: aprosoistos Transliteration C: aprosoistos Beta Code: a)pro/soistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. -τως unsociably, Isoc.9.49.

German (Pape)

[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσοίσω, f. de προσφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. -ως inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.

Greek Monolingual

ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).