κάπη: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ. | |lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάπη:''' (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (κάπτω)
A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.
Greek (Liddell-Scott)
κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.
English (Autenrieth)
pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.
Greek Monolingual
κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].
Greek Monotonic
κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτω)· φάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κάπη: (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).