φάλος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φάλος:''' [ᾰ], ὁ, [[μέρος]] της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, [[είτε]] η μεταλλική [[ράχη]] στην οποία στηριζόταν το [[λοφίο]] ([[λόφος]]) ή ([[μάλλον]]) η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας· [[έπειτα]], [[ἀμφίφαλος]] [[κυνέη]], [[περικεφαλαία]] που είχε μια [[κορυφή]] [[πίσω]] και μια [[μπροστά]]. | |lsmtext='''φάλος:''' [ᾰ], ὁ, [[μέρος]] της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, [[είτε]] η μεταλλική [[ράχη]] στην οποία στηριζόταν το [[λοφίο]] ([[λόφος]]) ή ([[μάλλον]]) η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας· [[έπειτα]], [[ἀμφίφαλος]] [[κυνέη]], [[περικεφαλαία]] που είχε μια [[κορυφή]] [[πίσω]] και μια [[μπροστά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάλος:''' (ᾰ) ὁ шишка шлема Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A horn of a helmet, Il.3.362, 4.459, 13.132,614, 16.216, 338; cf. ἀμφίφαλος, τρυφάλεια. (Expld. as a boss or ornament by Gramm., Apollon.Lex., etc.)
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, ein blanker metallner Vorsprung an der Vorderseite des Helms oberhalb der Augen vom Helmbusch bis vorn nach der Stirn gehend und hier merklich vorspringend, sowohl zur Zierde, als zum Schutz und zur Abwehr der Hiebe dienend, also eine Art Bügel, in welchem der Helmbusch befestigt war, späterhin κῶνος genannt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 242. Es kommt nur in der Il. vor; πλῆξεν κόρυθος φάλον 3, 362, vgl. 4, 459. 6, 9. 13, 614. 16, 338; κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισιν 13, 132, u. öfter. Häufig sind die Composita ἄφαλος, ἀμφίφαλος, τετράφαλος, τετραφάληρος. – Es hängt unstreitig Pfahl, verbindet also den Begriff des Blanken, Leuchtenden mit dem Hervorragenden.
Greek (Liddell-Scott)
φάλος: [ᾱ], ὁ, μέρος τι τῆς περικεφαλαίας ἣν ἐφόρουν οἱ Ὁμηρικοὶ ἥρωες. Ὁ φάλος ἔκειτο εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος, ἐπειδὴ τὰ κτυπήματα τοῦ ξίφους πίπτουσιν ἐπ’ αὐτοῦ, Ἰλ. Γ. 362, Π. 338˙ καὶ τὸ δόρυ διερχόμενον δι’ αὐτοῦ πλήττει τὸ μέτωπον, Δ. 459˙ ἔκειτο δὲ ἀμέσως ὑπὸ τὸν λόφον, Ν. 614˙ καὶ προεῖχε πάντων τῶν λοιπῶν μερῶν τῆς περικεφαλαίας, ὥστε δύο περικεφαλαιῶν ἀντιμετώπων οἱ φάλοι ἤγγιζον ἀλλήλοις, Ν. 132, Π. 216˙ ὡσαύτως ὑπῆρχε καὶ περικεφαλαία ἀμφίφαλος, Ε. 743, Λ. 41. Ἡ συνήθης γνώμη εἶναι ὅτι ὁ φάλος ἦτο ὁ μετὰ ταῦτα κληθεὶς κῶνος, ἡ μεταλλίνη ῥάχις τῆς περικεφαλαίας ἐφ’ ἧς ἐστηρίζετο ὁ λόφος, πρβλ. Σχόλ. Victor. εἰς Ἰλ. Κ. 358. Ἀλλὰ τὰ μνημονευθέντα χωρία φαίνονται δεικνύοντα μᾶλλον ὅτι φάλος ἦτο ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας˙ καὶ ὅτι ἀμφίφαλος κυνέη ἦτο περικεφ. ἔχουσα δύο κορυφὰς τὴν μὲν ἔμπροσθεν τὴν δὲ ὄπισθεν, ὡς φαίνεται ἐν πολλαῖς παραστάσεσιν ἀρχαίων περικεφαλαιῶν˙ τότε δὲ τὰ φάλᾰρα θὰ εἶναι τὰ ἑκατέρωθεν πέταλα τὰ προφυλάττοντα τὰς παρειὰς καὶ συνδεόμενα πρὸς τὸν φάλον. Ἡ ἑρμηνεία αὕτη προσκρούει εἴς τινα δυσκολίαν ἐν τῷ τύπῳ τετράφαλος, διότι ἡ περικεφαλαία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τέσσαρας φάλους (ἐκτὸς ἐὰν ὑποτεθῶσι κατὰ ζεύγη, δύο ἔμπροσθεν καὶ δύο ὄπισθεν, Μ)˙ ἴσως ὁ τύπος οὗτος εἶναι ἁπλῶς συντετμημένος ἐκ τοῦ τετραφάληρος, τετράλοφος, ἴδε ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cimier d’un casque.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
(1) the metal ridge or crest of the helmet, extending from back to front, with a socket to hold the plume (see cut No. 122).—(2) in narrower signification, the rounded boss, projecting forepiece, in which the φάλος terminated, Il. 6.9, Il. 13.132.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
το πρόσθιο μεταλλικό μέρος της περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. προς το αρσ. φάλ-ος απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την ίδια ρίζα, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (βλ. φάλαρα, τετραφάληρος, τρυφάλεια). Παλαιότερα η λ. φάλος συνδεόταν —παρετυμολογικώς μάλλον— με τα επίθ. φαλός, φαλιός «λευκός» με την έννοια ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό μέρος της περικεφαλαίας. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. phalerae].
Greek Monotonic
φάλος: [ᾰ], ὁ, μέρος της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, είτε η μεταλλική ράχη στην οποία στηριζόταν το λοφίο (λόφος) ή (μάλλον) η κορυφή της περικεφαλαίας· έπειτα, ἀμφίφαλος κυνέη, περικεφαλαία που είχε μια κορυφή πίσω και μια μπροστά.
Russian (Dvoretsky)
φάλος: (ᾰ) ὁ шишка шлема Hom.