ἱδρώς: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(5) |
(2b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱδρώς:''' [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. <i>ἱδρῶτι</i>, αιτ. <i>ἱδρῶτα</i>, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. [[ἱδρῷ]], αιτ. [[ἱδρῶ]] ([[ἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> ιδρώτας, Λατ. [[sudor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> εξερχόμενος, εξαγόμενος [[χυμός]] από δέντρα, [[κόμμι]], [[ρετσίνι]]· <i>ἱδρῶτα σμύρνης</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἱδρώς:''' [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. <i>ἱδρῶτι</i>, αιτ. <i>ἱδρῶτα</i>, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. [[ἱδρῷ]], αιτ. [[ἱδρῶ]] ([[ἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> ιδρώτας, Λατ. [[sudor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> εξερχόμενος, εξαγόμενος [[χυμός]] από δέντρα, [[κόμμι]], [[ρετσίνι]]· <i>ἱδρῶτα σμύρνης</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱδρώς:''' ῶτος ὁ (dat. ἱδρῶτι - эп. [[ἱδρῷ]], acc. ἱδρῶτα - эп. [[ἱδρῶ]])<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. пот (ὁ ἱ. καὶ ἡ [[ἴδισις]] καταψύχει τὰ σώματα Arst.): κατὰ ἱ. ἔρρεεν (in tmesi) ἐκ μελέων Hom. пот стекал с членов (Сисифа); ἱ. ἀνῄει χρωτί Soph. пот выступал на коже (Геракла); ἱδρῶτες ξηροί Plat. сухой пот (от физических упражнений); σὺν ἱδρῶτι Arst. в поту;<br /><b class="num">2)</b> заработанное в поте лица, плоды тяжелого труда: οὐ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα [[οὕτως]] [[ἀνοήτως]] ἐκβαλῶ Arph. плодов своего труда я не выброшу столь безрассудно;<br /><b class="num">3)</b> тяжелый труд; подвиг: τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ [[προπάροιθεν]] ἔθηκαν Hes. впереди добродетели боги поместили труды, т. е. только через тяжелый труд достигается добродетель;<br /><b class="num">4)</b> сок, камедь (σμύρνης Eur.);<br /><b class="num">5)</b> выпот, жидкое выделение (τὸ [[δάκρυον]] ἱ. τίς ἐστιν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(v. fin.), ῶτος, ὁ, and Aeol. ἡ, Sapph.2.13; dat. ἱδρῶτι, acc. ἱδρῶτα; Hom. has dat. ἱδρῷ (not ἱδρῶ as Choerob. in Theod.1.248) Il.17.385,745; acc.
A ἱδρῶ 11.621,22.2, cf. A.R.2.87, 4.656: (ἶδος):— sweat, Hom.(v. infr.), etc.; μετὰ ἱδρῶτος Pl.R.350d; κατὰ δ' ἱ. ἔρρεεν ἐκ μελέων Od.11.599; ἱ. ἀνῄει χρωτί S.Tr.767; στάζειν ἱδρῶτι (v. στάζω) ; ῥέεσθαι ἱδρῶτι Plu.Cor.3; of sweat as the sign of toil, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes.Op.289; ἱδρῶτα παρέχειν X.Cyr.2.1.29: pl., Hp.Aph.4.36, Arist.Pr.867a13, etc.; ἱδρῶτες ξηροί, opp. the effect of baths, Pl.Phdr.239c. 2 exudation of trees, gum, resin, σμύρνης E.Ion 1175; δρυός Ion Trag.40; Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, of wine, Antiph.52.12. II metaph., anything earned by the sweat of one's brow, οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα . . ἐκβαλῶ Ar.Ec.750, cf. Chor.p.270 B. (pl.). [ῑ in Ep. and Lyr.: ῐ in E.l.c.] (Cf. ἰδίω.)
German (Pape)
[Seite 1239] ῶτος, ὁ, nach Schol. Il. 22, 2 bei Aeolern auch ἡ, vgl. Cram. An. Ox. 1 p. 208; dat. auch ἱδρῷ, Il. 17, 385, acc. ἱδρῶ, 11, 621. 22, 2; der Schweiß, Il. oft; κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 11, 599; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί Soph. Tr. 764; κάρα στάζων ἱδρῶτι Ai. 10; ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο Eur. Bacch. 620; μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου Plat. Rep. I, 350 d, öfter, auch im plur., Phaedr. 239 c; Sp., ῥεομένοις ἱδρῶτι τοῖς ἵπποις Plut. Coriol. 3; vgl. Luc. Catapl. 3. Auch bei Pflanzen, die ausschwitzende Feuchtigkeit, Harz, Gummi, ἐξεθυμία σμύρνης ἱδρῶτα Eur. Ion 1173; im Räthsel nennt Antiphan. bei Ath. X, 449 c den Wein βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς; Ion ib. 451 d ἰξός, δρυὸς ἱδρώς. – Anstrengung, Hom. u. A., z. B. ἱδρῶτα παρέχειν τινί Xen. Cyr. 2, 1, 29; μετὰ ἱδρῶτος, Ggstz ῥᾳδίως, Plat. Rep. II, 350 d. Auch das mit Schweiß u. Anstrengung Erworbene, wie unser "saurer Schweiß", Ar. Eccl. 750.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρώς: ἴδε ἐν τέλει, ῶτος, ὁ, καὶ Αἰολ. ἡ, Bgk. εἰς Σαπφὼ 13· δοτ. ἱδρῶτι, αἰτ. ἱδρῶτα, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τοὺς συγκεκομμένους τύπους, δοτ. ἱδρῷ (πρβλ. γέλως, ἔρως), Ἰλ. Ρ. 385, 745· αἰτ. ἱδρῶ, Λ. 621, Χ. 2: (ἶδος)· ― ἱδρώς, κοιν. «ἵδρως» ἢ «ἵδρωτας», Ὅμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.), καὶ Ἀττ.· κατὰ δ’ ἱδρὼς ἔρρεεν ἐκ μελέων Ὀδ. Λ. 599· ἱδρὼς ἀνῄει χρωτὶ Σοφ. Τρ. 767· στάζειν ἱδρῶτι (ἴδε ἐν λέξ. στάζω)· ῥέεσθαι ἱδρῶτι Πλουτ. Κορ. 3: ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος ὡς σημείου κοπώσεως, μόχθου, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 287· ἱδρῶτα παρέχειν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· ― ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ἀριστ., κτλ.· ἱδρῶτες ξηροί, οἱ μὴ ἐκ θερμῶν λουτρῶν προερχόμενοι, ἀλλ’ ἐκ τῆς σωματικῆς ἀσκήσεως, Πλάτ. Φαῖδρ. 329C· 2) ἡ ἐξίδρωσις δένδρων, ὁ ἐξερχόμενος χυμός, κόμμι, ῥητίνη, σμύρνης ἱδρῶτα Εὐρ. Ἴων 1175· δρυὸς Ἴων παρ’ Ἀθην. 451D· Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, περὶ τοῦ οἴνου, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 12. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι κερδαίνει τις διὰ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 750 (ἴδε ἐν λ. ἶδος)· ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ παρ’ Ἀττ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ 3. 251, ἂν καὶ μακρὸν ἐν ταῖς λ. ἶδος, ἰδίω.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ) :
sueur.
Étymologie: R. ΣϜιδ, suer ; cf. lat. sudare.
English (Autenrieth)
dat. -ῷ, acc. -ῶ (σϝιδρ.): sweat.
Spanish
English (Strong)
a strengthened form of a primary idos (sweat); perspiration: sweat.
English (Thayer)
ἱδρῶτος, ὁ (allied with Latin sudor, English sweat; Curtius, § 283; from Homer down), sweat: L brackets WH reject the passage; (Tr accents ἱδρώς, yet cf. Chandler § 667)).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἱδρώς: [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. ἱδρῶτι, αιτ. ἱδρῶτα, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. ἱδρῷ, αιτ. ἱδρῶ (ἶδος)·
1. ιδρώτας, Λατ. sudor, σε Όμηρ., Αττ.
2. εξερχόμενος, εξαγόμενος χυμός από δέντρα, κόμμι, ρετσίνι· ἱδρῶτα σμύρνης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱδρώς: ῶτος ὁ (dat. ἱδρῶτι - эп. ἱδρῷ, acc. ἱδρῶτα - эп. ἱδρῶ)
1) тж. pl. пот (ὁ ἱ. καὶ ἡ ἴδισις καταψύχει τὰ σώματα Arst.): κατὰ ἱ. ἔρρεεν (in tmesi) ἐκ μελέων Hom. пот стекал с членов (Сисифа); ἱ. ἀνῄει χρωτί Soph. пот выступал на коже (Геракла); ἱδρῶτες ξηροί Plat. сухой пот (от физических упражнений); σὺν ἱδρῶτι Arst. в поту;
2) заработанное в поте лица, плоды тяжелого труда: οὐ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα οὕτως ἀνοήτως ἐκβαλῶ Arph. плодов своего труда я не выброшу столь безрассудно;
3) тяжелый труд; подвиг: τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes. впереди добродетели боги поместили труды, т. е. только через тяжелый труд достигается добродетель;
4) сок, камедь (σμύρνης Eur.);
5) выпот, жидкое выделение (τὸ δάκρυον ἱ. τίς ἐστιν Arst.).