κάρυον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρῠον:''' [ᾰ], τό, [[κάθε]] είδους [[καρύδι]], σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως <i>κ. βασιλικά</i> ή <i>Περσικά</i>, τα καρύδια, ονομάζονται και [[απλώς]] <i>κάρυα</i>, σε Βατραχομ.· <i>κ. κασταναϊκά</i> ή <i>κασταναῖα</i>, τα [[κάστανα]] κ.λπ. | |lsmtext='''κάρῠον:''' [ᾰ], τό, [[κάθε]] είδους [[καρύδι]], σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως <i>κ. βασιλικά</i> ή <i>Περσικά</i>, τα καρύδια, ονομάζονται και [[απλώς]] <i>κάρυα</i>, σε Βατραχομ.· <i>κ. κασταναϊκά</i> ή <i>κασταναῖα</i>, τα [[κάστανα]] κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάρυον -ου, τό noot (van plant, boom). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, any kind of
A nut, Ar.V.58, Pl.1056, Theoc.9.21; κάρυα, = ἀκρόδρυα, Ath.2.52a (but τὰ κ. ἢ . . τὰ ἀκρόδρυα Thphr.Char. 11.4); κ. πλατέα, i.e. filberts, X.An.5.4.29; esp. of walnuts, Batr. 31, Epich.150, Philyll.25, Gal.6.609; but this is prop. κ. βασιλικόν, Thphr.CP4.2.1, Agatharch.96, PCair.Zen.13.6 (iii B. C.), Dsc.1.125; or Περσικόν ibid.; κ. Εὐβοϊκόν sweet chestnut, Thphr.HP1.11.3,4.5.4; also κασταναϊκόν ib.4.8.11, Agatharch.43; κ. Ἡρακλεωτικόν filbert, Thphr.CP4.2.1, IG22.1013.19; also κ. Ποντικόν PCair.Zen.12.48 (iii B. C.), Dsc. 1.125, Ruf. ap. Orib.8.47.20; κ. πικρά almonds, Archig. ap.Gal.12.409, Erot. s.v. νίωπον; so κ. alone, LXXNu.17.8, Ph.2.162. 2 nut-shaped boss as ornament, OGI214.49 (Branchidae, iii B. C.). II stone, kernel, Thphr.HP3.9.5; κ. κοκκυμήλου ib.4.2.5. 2 seed of conifers, Id.CP1.19.1; κ. πιτύϊνα pine-kernels, Diocl.Fr.127. III = ἠρύγγη, Dsc.3.21.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr.; Εὐβοϊκόν, Kastanie, bei Xen. An. 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν, wie auch Poll. 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl. D. Sic. 14, 30; λεπτόν oder ποντικόν, Haselnuß; der Stein der Steinfrüchte, der Kern der Fichtenzapfen, Diosc. – In der Mechanik ein Kloben, über den ein Seil gewunden in eine Nuß geht.
Greek (Liddell-Scott)
κάρυον: ᾰ, τό, (ἴδε ἐν λ. κραναός), πᾶς καρπὸς ὅμοιος καρύῳ, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Πλ. 1056, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· διακρίνονται δὲ εἰς διάφορα εἴδη, ὡς κάρ. βασιλικὰ ἢ Περσικά, τὰ «καρύδια», Διοσκ. 1. 178, καλούμενα καὶ ἁπλῶς κάρυα Βατραχομυομ. 31, Ἐπίχ., κτλ., πρβλ. Ἀθήν. 52A· κάρυα κασταναϊκὰ ἢ κασταναῖα, τὰ κάστανα (ἴδε ἐν λ. κάστανα), καλούμενα καὶ κάρ. Εὐβοϊκὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 4· κάρ. Ἡρακλεωτικά, τὰ λεπτοκάρυα ἢ «λεφτόκαρα», Τουρκ. «φουντούκια», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 19, καλούμενα προσέτι καὶ Ποντικὰ ἢ λεπτὰ Διοσκ. 1. 179· κάρ. πικρά, πικρὰ ἀμύγδαλα, «πικραμύγδαλα», Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ πυρὴν καρπῶν τινων καὶ ἰδίως ὁ ἐν τῷ κώνῳ πίτυος, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μηχανικῇ, εἶδος τροχαλίας, Math. Vett. σ. 44.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
noix ou noisette, fruit.
Étymologie: cf. skr. karakas « noix de coco ».
Greek Monotonic
κάρῠον: [ᾰ], τό, κάθε είδους καρύδι, σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως κ. βασιλικά ή Περσικά, τα καρύδια, ονομάζονται και απλώς κάρυα, σε Βατραχομ.· κ. κασταναϊκά ή κασταναῖα, τα κάστανα κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρυον -ου, τό noot (van plant, boom).