Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρώζω [onomat.] aor. ἔκρωξα; fut. κρώξω, krassen, van een raaf of andere vogels; uitbr. van mensen, met acc.: τοῦτο μέν … σαυτῇ κρώξαις dat kras je maar voor jezelf (d.w.z. dat roep je maar over jezelf af) Aristoph. Lys. 506.
|elnltext=κρώζω [onomat.] aor. ἔκρωξα; fut. κρώξω, krassen, van een raaf of andere vogels; uitbr. van mensen, met acc.: τοῦτο μέν … σαυτῇ κρώξαις dat kras je maar voor jezelf (d.w.z. dat roep je maar over jezelf af) Aristoph. Lys. 506.
}}
{{elru
|elrutext='''κρώζω:''' <b class="num">1)</b> каркать ([[κορώνη]] κρώζει Hes., Arph. etc.);<br /><b class="num">2)</b> (о других птицах) кричать (κύκνοι κρώζουσιν Luc.);<br /><b class="num">3)</b> (о телеге) скрипеть, визжать Babr.;<br /><b class="num">4)</b> перен. каркать, делать дурные предсказания: σὺ μὲν οἶδ᾽ ὃ κρώζεις Arph. знаю я, о чем ты каркаешь.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρώζω Medium diacritics: κρώζω Low diacritics: κρώζω Capitals: ΚΡΩΖΩ
Transliteration A: krṓzō Transliteration B: krōzō Transliteration C: krozo Beta Code: krw/zw

English (LSJ)

fut. κρώζω, prop.

   A croak, of the κορώνη, Hes.Op.747, cf. Ar. Av.2, 24, Arat.953, Luc.Asin.12, Poll.5.89; also of other birds, as cranes, Ar.Av.710; of young halcyons, Luc.VH2.40; also, of men, croak out, τι Ar.Lys.506, Pl.369; of a wagon, creak, groan, Babr.52.5. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1517] onomatopoetisch, vgl. κράζω, κλώζω, krächzen, schreien; von der Krähe, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρ υζα κορώνη Hes. O. 745; Ar. Av. 2; Arat. 953; von Schwänen, Luc. electr. 5; vom Eisvogel, V. H. 2, 40. – Uebertr., von Menschen, krähen, mit heiserer Stimme kreischen, krächzen, Ar. Lys. 506 Plut. 369.

Greek (Liddell-Scott)

κρώζω: μέλλ. κρώξω, κυρίως, κράζω ὡς ὁ κόραξ ἢ ἡ κορώνη, Λατ. crocitare, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρ. 2, 24, Λουκ. Ὄν. 12· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων πτηνῶν, οἷον γεράνων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 710· ἐπὶ νεαρῶν ἁλκυόνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, βοῶ, τι Ἀριστοφ. Λυσ. 506, Πλ. 369· ἐπὶ ἁμάξης, τρίζω, Βαβρ. 52. 5. (Κατ᾿ ὀνοματοπ. ὡς τὰ κράζω, κλάζω, κλώζω· πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.)

French (Bailly abrégé)

pousser un cri rauque ; produire un bruit strident, grincer en parl. d’une voiture.
Étymologie: R. Κραγ, Κρωγ, crier ; cf. κράζω.

Greek Monolingual

(AM κρώζω)
1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.)
2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.)
αρχ.
(για άμαξα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. κράζω), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (κρω-) του ΙΕ τ. kre-g- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -g- μορφή της ΙΕ ρίζας ker- / kre-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα κράζω, λατ. crocio «κρώζω», αρχ. σλαβ. kraču, krakati.
ΠΑΡ. κρωγμός
αρχ.
κρώγμα
μσν.
κρωκτικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικρώζω, κατακρώζω, παρακρώζω, περικρώζω, υποκρώζω].

Greek Monotonic

κρώζω: μέλ. κρώξω, κράζω όπως το κοράκι, κραυγάζω, Λατ. crocitare, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· επίσης λέγεται για άλλα πουλιά όπως οι γερανοί, σε Αριστοφ.· λέγεται για νεαρές αλκυόνες, σε Λουκ.· λέγεται για άμαξα, τρίζω, γογγύζω, σε Βάβρ. (ηχοποίητη λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρώζω [onomat.] aor. ἔκρωξα; fut. κρώξω, krassen, van een raaf of andere vogels; uitbr. van mensen, met acc.: τοῦτο μέν … σαυτῇ κρώξαις dat kras je maar voor jezelf (d.w.z. dat roep je maar over jezelf af) Aristoph. Lys. 506.

Russian (Dvoretsky)

κρώζω: 1) каркать (κορώνη κρώζει Hes., Arph. etc.);
2) (о других птицах) кричать (κύκνοι κρώζουσιν Luc.);
3) (о телеге) скрипеть, визжать Babr.;
4) перен. каркать, делать дурные предсказания: σὺ μὲν οἶδ᾽ ὃ κρώζεις Arph. знаю я, о чем ты каркаешь.