ἐπικαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπάζω]], [[κλείνω]], [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], [[τυλίγω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[σκέπαστρο]], [[επικάλυμμα]], βλεφάρων ἐπ. [[φᾶρος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπικᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπάζω]], [[κλείνω]], [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], [[τυλίγω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[σκέπαστρο]], [[επικάλυμμα]], βλεφάρων ἐπ. [[φᾶρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικᾰλύπτω:''' <b class="num">1)</b> покрывать, закрывать (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ [[χιών]] Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> опускать (в виде завесы) (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.): βλεφάρων σκοτεινὸν [[φάος]] ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. затуманить свет очей, т. е. притупить зрение;<br /><b class="num">3)</b> скрывать, прятать (κακὸν δ᾽ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Hes.; τὴν ἀπορίαν Plat.): ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. заглушать чьи-л. рыдания;<br /><b class="num">4)</b> туманить, затемнять (ἐπικαλύπτεται ὁ [[νοῦς]] πάθει Arst.): ἡ τοῦ ὀνόματος [[ἐπωνυμία]] ἐπικεκάλυπται Plat. данное (Атрею) имя неясно.
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικᾰλύπτω Medium diacritics: ἐπικαλύπτω Low diacritics: επικαλύπτω Capitals: ΕΠΙΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: epikalýptō Transliteration B: epikalyptō Transliteration C: epikalypto Beta Code: e)pikalu/ptw

English (LSJ)

   A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th.798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1; ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm.169d; τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106:— Pass., to be covered over, veiled, ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra.395b; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7.    II. put as a covering over, βλεφάρων φᾶρος E.HF642 codd. (lyr.):—Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens.437a25.

German (Pape)

[Seite 945] überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῦν πάθει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.

French (Bailly abrégé)

recouvrir, cacher, acc..
Étymologie: ἐπί, καλύπτω.

Spanish

mantener oculto

English (Strong)

from ἐπί and καλύπτω; to conceal, i.e. (figuratively) forgive: cover.

English (Thayer)

(1st aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Psalm 32:1>).

Greek Monolingual

(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.

Greek Monotonic

ἐπικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικᾰλύπτω: 1) покрывать, закрывать (ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἡ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.);
2) опускать (в виде завесы) (βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.): βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. затуманить свет очей, т. е. притупить зрение;
3) скрывать, прятать (κακὸν δ᾽ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes.; τὴν ἀπορίαν Plat.): ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. заглушать чьи-л. рыдания;
4) туманить, затемнять (ἐπικαλύπτεται ὁ νοῦς πάθει Arst.): ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. данное (Атрею) имя неясно.