νῆϊς: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῆϊς:''' -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, [[εἰδέναι]]), αιτ. <i>νήϊδα</i>, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει [[εμπειρία]] σ' ένα [[ζήτημα]], [[άπειρος]], [[αδαής]]· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νῆϊς:''' -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, [[εἰδέναι]]), αιτ. <i>νήϊδα</i>, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει [[εμπειρία]] σ' ένα [[ζήτημα]], [[άπειρος]], [[αδαής]]· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῆϊς:''' ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + [[εἰδέναι]] несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ϊδος, ὁ, ἡ, acc.
A νήϊδα Il.7.198, A.R.3.32, but νῆϊν Call. Aet.1.1.33, A.R.3.130: (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι):—unknowing of, unpractised in a thing, οὐ νῆϊς ἀέθλων Od.8.179: abs., Il.l.c.; ν. ἔτι χρυσέας Κύπριδος B.5.174, cf. Call.Aet.3.1.49; ναυτιλίης . . νῆϊν ἔχεις βίον ib. 1.1.33, cf.Id.Aet.Oxy.2079.2; ν. πατρός fatherless, Q.S.5.506: Comp. νηϊδέστερος Hsch. II (νη-, ἴς) powerless, feeble, Id., Suid.
νῆϊς (B), ϊδος, ἡ,
A = νηάς, Heraclid.Pol.30, Phot.
German (Pape)
[Seite 251] ιδος (ἰδεῖν), unwissend, unkundig; Il. 7, 198; τινός, Od. 8, 179; Ap. Rh. 2, 417; Μουσέων, Ep. ad. 539 (IX, 583), u. öfter in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ϊδος (ὁ, ἡ)
ignorant de, gén..
Étymologie: νη-, εἰδέναι.
Greek Monolingual
(I)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειρος («νῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.)
2. φρ. «νῆϊς πατρός» — ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει» (< nescio) και είναι σύνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νε- (βλ. λ. νη-) και β' συνθετικό την μηδενισμένη βαθμίδα (F) ιδ- του (F)οἶδα «γνωρίζω». Η μορφή νη- με την οποία εμφανίζεται το στερ. πρόθημα έχει εξηγηθεί ως μετρική έκταση ενός αρχικού νε-, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ελλ. λ. Ωστόσο, η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο τ. νῆϊς σχηματίστηκε αναλογικά προς τ. όπως νηλεής, νημερτής, όπου το -νη- προέρχεται από συναίρεση του νε- με το αρχικό φωνήεν του β' συνθετικού (βλ. λ. νη-)].———————— (II)
νῆϊς, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «δειλός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀσθενής, αδύνατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη + ἴς «ισχύς, δύναμη»].———————— (III)
νῆϊς, ἡ (Α)
νηάς.
Greek Monotonic
νῆϊς: -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, εἰδέναι), αιτ. νήϊδα, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει εμπειρία σ' ένα ζήτημα, άπειρος, αδαής· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νῆϊς: ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + εἰδέναι несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.).