πρῖνος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρῖνος:''' ἡ, ὁ, [[αειθαλής]] βελανιδιά, ελαιόπρινο ή [[κόκκινος]] [[πρίνος]], Λατ. [[quercus]] coccifera, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''πρῖνος:''' ἡ, ὁ, [[αειθαλής]] βελανιδιά, ελαιόπρινο ή [[κόκκινος]] [[πρίνος]], Λατ. [[quercus]] coccifera, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρῖνος:''' ἡ, реже ὁ каменный дуб ([[Quercus]] [[ilex]]) Hes., Arph. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Arat.1047. Dsc.1.106.2 (also ὁ, Amphis 38; both ὁ and ἡ in Thphr., cf. HP3.16.1,3.6.4):—
A holm-oak, Quercus Ilex, Hes.Op. 436, Ar.Ra.859, Theoc.5.95, Call.Iamb.1.261. 2 kermes-oak, Quercus coccifera, Eup.14, Amphis l.c.; ἡ π. τὸν φοινικοῦν κόκκον [φέρει] Thphr.HP3.7.3, cf. Sign.45; πρίνοιο . . ἄκανθαι Arat.1122. (Heterocl. gen. πρινός is f.l. in Simon.54.)
German (Pape)
[Seite 702] ἡ, die immergrüne Eiche, Steineiche, ilex; Hes. O. 438; Ar. Ran. 858; Theocr. 5, 95; – auch die Stecheiche, ilex aquifolium; Theophr.; πρίνοιο ἀκάνθαις, Arat. Dios. 390; – u. die Scharlacheiche, welche die Scharlachbeeren, κόκκος trägt, Theophr.; dah. πρίνου ἄνθος, die Scharlachfarbe, Plut. Thes. 17, aus Simonid. (wo vulg. πρινός als gen.)
Greek (Liddell-Scott)
πρῖνος: ἡ, ὡσαύτως ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς δρῦς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι εἶδος πρίνου μετὰ ἀκανθωδῶν φύλλων οὗ ὁ καρπὸς καλεῖται ἄκυλος, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἐκ τῶν κόκκων τοῦ πρίνου ἐγίνετο βαφὴ ἐρυθρά, quercus coccifera, ἢ τὸν φοινικοῦν κόκκον φέρει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3· ἔτι καὶ νῦν καλεῖται πρινάρι ἐν Ἑλλάδι, ὅρα Sibthorp ἐν Walpole 2. σ. 237. ― Ἐν Σιμωνίδ. 23, ἔχομεν πρινὸς ἄνθος, ὅπερ ἐὰν εἶναι ὀρθόν, θὰ εἶναι ἑτερόκλ. γεν. ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. πρίν. [ῑ ἀείποτε· ἐντεῦθεν ἐν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ὁ Schäfer διώρθωσε δρυὸς ἔλυμα, γύης πρίνου, ἀντὶ πρίνου τε γύης· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 312 ἢ πρῖνον ἢ τάν..., ἡ γραφὴ εἶναι ἐφθαρμένη].
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, qqf ὁ)
chêne vert, yeuse, arbre.
Étymologie: πρίω.
Greek Monolingual
ο, η / πρῑνος, ΝΜΑ
είδος αειθαλούς δέντρου, γνωστό με τη σύγχρονη επιστημονική ονομασία Quersus coccifera και με τη λόγια ονομασία δρυς η κοκκοφόρος, κν. γνωστό σήμερα ως πουρνάρι
αρχ.
είδος αειθαλούς δέντρου, η αριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. το τοπωνύμιο Πρινασσός). Η άποψη ότι η λ. ανήκει στο πελασγικό υπόστρωμα όπως και η σύνδεσή της με το σλαβ. brinz «είδος δέντρου» δεν θεωρούνται πιθανές].
Greek Monotonic
πρῖνος: ἡ, ὁ, αειθαλής βελανιδιά, ελαιόπρινο ή κόκκινος πρίνος, Λατ. quercus coccifera, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πρῖνος: ἡ, реже ὁ каменный дуб (Quercus ilex) Hes., Arph. etc.