ἄρδις: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρδις:''' ἡ, αιτ. <i>ἄρδιν</i>, Ιων. πληθ. [[ἄρδις]] [ῑ], γεν. <i>ἀρδέων</i>· [[αιχμή]] βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄρδις:''' ἡ, αιτ. <i>ἄρδιν</i>, Ιων. πληθ. [[ἄρδις]] [ῑ], γεν. <i>ἀρδέων</i>· [[αιχμή]] βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρδις:''' εως ἡ (ион. acc. pl. [[ἄρδις]])<br /><b class="num">1)</b> наконечник, острие Her.;<br /><b class="num">2)</b> жало Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρδις Medium diacritics: ἄρδις Low diacritics: άρδις Capitals: ΑΡΔΙΣ
Transliteration A: árdis Transliteration B: ardis Transliteration C: ardis Beta Code: a)/rdis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A point of an arrow, acc. ἄρδιν Hdt.4.81; acc. pl. ἄρδις (Ion.) 1.215; gen. ἀρδίων 4.81:—on A.Pr.880 v. ἄπυρος.    II arrow, Lyc.63.

German (Pape)

[Seite 348] εως, ἡ, Pfeilspitze, Stachel, Aesch. Prom. 881; Her. 1, 215. 4, 81 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acc. pl. ion. ἄρδις;
1 pointe de javelot, dard;
2 aiguille.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Morfología: [jón. ac. plu. ἄρδις Hdt.1.215]
1 punta οἴστρου δ' ἄ. ... ἄπυρος el dardo no forjado del tábano A.Pr.879
gener. punta de flecha Hdt.1.215, 4.81, Call.Fr.70.
2 por extensión, en plu. flechas, dardos Lyc.63, AP 15.26.18 (Dosiad.), tb. en sg. Lyc.914.

• Etimología: Dud. de *ardi-, cf. airl. aird ‘punto’, ‘dirección’, germ. erta de *artjan, ai. ardayati ‘dañar’.

Greek Monolingual

ἄρδις (-εως), η (Α)
1. η μύτη, η αιχμή βέλους
2. το κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) aird (< ardi -) «άκρη, μύτη, αιχμή», «σημείο», «κατεύθυνση, τάση», (γερμ.) erta (< artjan) (μσν. ινδ.) ali (< adi, IE rdi -) «αράχνη» ή «σκορπιός»].

Greek Monotonic

ἄρδις: ἡ, αιτ. ἄρδιν, Ιων. πληθ. ἄρδις [ῑ], γεν. ἀρδέων· αιχμή βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρδις: εως ἡ (ион. acc. pl. ἄρδις)
1) наконечник, острие Her.;
2) жало Aesch.