βράχω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(3)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βράχω:''' [[ρίζα]] που βρίσκεται μονάχα στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ [[ἔβραχε]] ή [[βράχε]], [[κροταλίζω]], [[βροντώ]], [[τραντάζω]], [[συγκρούω]], [[κτυπώ]]· λέγεται για τον οπλισμό· χρησιμοποιείται για χείμαρρο, κάνω πάταγο· λέγεται και για τον τροχό, [[τρίζω]]· επίσης λέγεται και για τον τραυματισμένο, [[ουρλιάζω]], [[σκούζω]], [[μουγκρίζω]]· όλα σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βράχω:''' [[ρίζα]] που βρίσκεται μονάχα στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ [[ἔβραχε]] ή [[βράχε]], [[κροταλίζω]], [[βροντώ]], [[τραντάζω]], [[συγκρούω]], [[κτυπώ]]· λέγεται για τον οπλισμό· χρησιμοποιείται για χείμαρρο, κάνω πάταγο· λέγεται και για τον τροχό, [[τρίζω]]· επίσης λέγεται και για τον τραυματισμένο, [[ουρλιάζω]], [[σκούζω]], [[μουγκρίζω]]· όλα σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βράχω:''' (только 3 л. sing. aor. 2 [[ἔβραχε|ἔβρᾰχε]] и [[βράχε]])<br /><b class="num">1)</b> звучать, звенеть или лязгать, бряцать ([[βράχε]] τεύχεα χαλκῷ Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> гудеть ([[βράχε]] [[χθών]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> трещать (ἔβραέ [[φήγινος]] [[ἄξων]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> стонать, выть ([[ἔβραχε]] [[Ἄρης]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 463] nur aor. (onomatopoet.), rasseln, krachen, dröhnen; Hom. öfters, aber nur in den Formen ἔβραχε und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, ἔβραχε Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; φήγινος ἄξων 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; χθών 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – αἰθήρ Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf.

Greek (Liddell-Scott)

βράχω: ῥίζα ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ ἔβραχε ἢ βράχε, ‒ ῥῆμα ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν ἔβραχε χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· ὡσαύτως ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα αὐτόθιτρίζω, ὁ δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων Ε.838 ˙ κραυγάζω,«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης αὐτόθι 859˙ ὁ δ᾽ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.

French (Bailly abrégé)

1 retentir, résonner;
2 craquer, grincer;
3 pousser un cri terrible.
Étymologie: R. Βραχ, retentir.

English (Autenrieth)

aor. ἔβραχε, βράχε: clash, crack, bray , (a word whose applications are difficult to reconcile); of armor, an axle, Il. 5.838; the earth (cf. ‘crack of doom’), Il. 21.387; a river, Il. 21.9; a door, Il. 21.49; the wounded Ares, Il. 5.859, 863 a horse, Il. 16.468.

Greek Monotonic

βράχω: ρίζα που βρίσκεται μονάχα στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἔβραχε ή βράχε, κροταλίζω, βροντώ, τραντάζω, συγκρούω, κτυπώ· λέγεται για τον οπλισμό· χρησιμοποιείται για χείμαρρο, κάνω πάταγο· λέγεται και για τον τροχό, τρίζω· επίσης λέγεται και για τον τραυματισμένο, ουρλιάζω, σκούζω, μουγκρίζω· όλα σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βράχω: (только 3 л. sing. aor. 2 ἔβρᾰχε и βράχε)
1) звучать, звенеть или лязгать, бряцать (βράχε τεύχεα χαλκῷ Hom., Hes.);
2) гудеть (βράχε χθών Hom.);
3) трещать (ἔβραέ φήγινος ἄξων Hom.);
4) стонать, выть (ἔβραχε Ἄρης Hom.).