διασυρμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διασυρμός]])<br />[[διαπόμπευση]], [[δημόσιος]] [[εξευτελισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσφήμηση]] της [[τιμής]], της υπολήψεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.
|mltxt=ο (AM [[διασυρμός]])<br />[[διαπόμπευση]], [[δημόσιος]] [[εξευτελισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσφήμηση]] της [[τιμής]], της υπολήψεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.
}}
{{elru
|elrutext='''διασυρμός:''' ὁ издевка, насмешка (τινος Diod.).
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασυρμός Medium diacritics: διασυρμός Low diacritics: διασυρμός Capitals: ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: diasyrmós Transliteration B: diasyrmos Transliteration C: diasyrmos Beta Code: diasurmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A disparagement, ridicule, Phld.Vit.p.37 J., D.S.14.109, Longin.38.6, Ph.2.571 (pl.), Artem.3.25.

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.

Greek (Liddell-Scott)

διασυρμός: ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Διόδ. 14. 109, κτλ.· ἰδίως, σχῆμα τοῦ λόγου, οὗ παράδειγμα ὑπάρχει παρὰ Δημ. 305. 3 κἑξ.· πρβλ. διασύρω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
menosprecio, burla c. gen. obj. τῶν ποιημάτων D.S.14.109, εὐηθείας I.Ap.1.205, abs., Aristo Phil.14.6, Ph.2.571, Artem.3.24, Lyd.Mag.1.41
ret. ridículo, sátira Aquila 26.20, Alex.Fig.1.26, δ. τῶν ἔξω φιλοσόφων Sátira de los filósofos paganos Herm.Irris.tít., como figura con la que se exagera lo intrascendente o se minimiza lo importante, Longin.38.6, Tib.Fig.44, Isid.Etym.2.21.42.

Greek Monolingual

ο (AM διασυρμός)
διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός
νεοελλ.
δυσφήμηση της τιμής, της υπολήψεως
αρχ.
σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.

Russian (Dvoretsky)

διασυρμός: ὁ издевка, насмешка (τινος Diod.).