δίκροος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίκροος:''' συνηρ. [[δίκρους]], -α, -ουν ή [[δικρόος]], συνηρ. δικροῦς, -ᾶ, -οῦν, [[διχαλωτός]], διχασμένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''δίκροος:''' συνηρ. [[δίκρους]], -α, -ουν ή [[δικρόος]], συνηρ. δικροῦς, -ᾶ, -οῦν, [[διχαλωτός]], διχασμένος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίκροος:''' и [[δικρόος]], стяж. [[δίκρους]] и δικροῦς<br /><b class="num">1)</b> с двумя остриями, т. е. расщепленный, раздвоенный ([[γλῶττα]], [[πούς]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> острый как вилы, т. е. пронзительный (κεκράγματα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, contr. δίκρους, α, ουν; or δικρόος, contr. δικροῦς, ᾶ, οῦν; also written δίκρος, α, ον:—
A forked, cloven, γλώσσημα A.Fr. 152, cf. X.Cyn.10.7; ξύλον Timocl.9.6; χηλή Arist.HA590b25, etc.; of a serpent's tongue, Id.PA660b6, al.; of the womb, in selachians, Id.HA511a6; of muscles and tendons, Gal.2.369; δίκρα ῥίζα Thphr. HP9.11.3; δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν—κεκράγμασιν (παρὰ προσδοκίαν for ξύλοις) Ar.Pax637; δίκρουν or δικροῦν, τό, bifurcation, Hp.Coac. 225, cf. Pl.Ti.78b; also δικρόα, ἡ, X.Cyn.9.19, Thphr.HP2.6.9.
German (Pape)
[Seite 630] od. δικρόος, zsgzgn δίκρους u. δικροῦς, = δίκρανος, Phryn. p. 233; nach Lobeck von κρόω (κρούω); zweispitzig, doppelt, z. B. δικροῖς ἐώ θουν τὴν θεόν (vgl. δίκρανος) Ar. Pax 637; Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 2, 17, u. öfter die erste Form; δίκροον ξύλον, Gabel, Timocl. com. Ath. VI, 243 c; ἡ δικρόα, Spalt, Einschnitt, Arist. H. A. 3, 1. Auch δικρός, Xen. Cyn. 10, 7; od. δίκρος, z. B. δίκρα ὄψις Aesch. frg. 42. Vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Paralip. I p. 42.
Greek (Liddell-Scott)
δίκροος: -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, δίκραιρος, δισχιδής, δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70.
French (Bailly abrégé)
-ους, οος-ους (ou subst. -όα), οον-ουν;
1 à deux pointes ; fourchu;
2 subst. ἡ δικρόα forme fourchue d’un organe ; τὰ δικρᾶ fourche pour soutenir les filets.
Étymologie: δίς, κρούω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): contr. -κρους, -α, -ουν Pl.Ti.78b, Arist.HA 526a1, 611a34, Timocl.9.6, Gal.2.369; δικροῦς Ar.Pax 637, Hp.Coac.225, Aen.Tact.36.1
• Morfología: δίκροος, -ον Il.Paru.5
1 de doble punta, ahorquillado αἰχμή Il.Paru.l.c., δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν κεκράγμασιν (burlesco, se espera ξύλοις) Ar.l.c., ρρυμός δίκρος IG 13.386.28 (V a.C.), ξύλον Timocl.l.c., Aen.Tact.l.c., δένδρον Artem.5.74
•esp. anat. ἐγκύρτιον Pl.Ti.78b, κέρας del ciervo, Arist.HA 611a34, πούς del bogavante, Arist.HA 526a1, cf. 590b25
•de la lengua de serpiente bífida Arist.PA 660b6
•de conductos o vasos doble, bifurcado ὑστέραι de ciertos peces, Arist.HA 564b20, cf. 524a6, de un músculo, Gal.2.369.
2 anat., subst. τὸ δ. bifurcación γλώσσης Hp.l.c., πρὸς τοῖς δεικροῖς sobre los huesos bifurcados ref. a los que forman el arco cigomático, medic. en AfP 4.1908.271.
• Etimología: Comp. de δι- y de *κροϝος, de la r. *κερHu̯3- ‘saliente’, ‘cabeza’, que da lugar a κάρα y a κέρας.
Greek Monolingual
δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, -α, -ον και δίκρους, -ουν και δίκρος, -α, -ον)
(για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός
νεοελλ.
1. φρ. «δίκροοι νομείς» — οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την πρύμνη, οι οποίοι στερεώνονται στην τρόπιδα του σκάφους
2. το θηλ. ως ουσ. η δικρόα
η βάση τών ακραίων νομέων που βρίσκονται στην πρύμνη ή την πλώρη του σκάφους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκρουν
το δικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της τεχνικής ορολογίας που προέρχεται πιθ. από τ. δι-κροF-ος με α' συνθετικό το δι- (βλ. λ. δις). Η ρίζα στο β' συνθετικό της λέξεως συνδέεται μεταπτωτικώς με εκείνην τών λέξεων κέρας, κερα (F)ός «κερασφόρος», λατ. cervus, αβ. srū «κέρατο» κ.λπ.)].
Greek Monotonic
δίκροος: συνηρ. δίκρους, -α, -ουν ή δικρόος, συνηρ. δικροῦς, -ᾶ, -οῦν, διχαλωτός, διχασμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δίκροος: и δικρόος, стяж. δίκρους и δικροῦς
1) с двумя остриями, т. е. расщепленный, раздвоенный (γλῶττα, πούς Arst.);
2) острый как вилы, т. е. пронзительный (κεκράγματα Arph.).