Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διατμήγω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατμήγω:''' (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 [[διέτμαγον|διέτμᾰγον]] - aor. 2 pass. διετμάγην)<br /><b class="num">1)</b> разрезать, рассекать (νηχόμενος [[λαῖτμα]] δ. Her.; τὸν [[δάκτυλον]] [[κάλαμος]] διέτμαξεν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> разделять, разобщать, рассеивать (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Hom. они расстались по-дружески.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατμήγω Medium diacritics: διατμήγω Low diacritics: διατμήγω Capitals: ΔΙΑΤΜΗΓΩ
Transliteration A: diatmḗgō Transliteration B: diatmēgō Transliteration C: diatmigo Beta Code: diatmh/gw

English (LSJ)

aor. 1 διέτμηξα: aor. 2 διέτμᾰγον:—Pass., aor. 2 -τμάγην [μᾰ] (v. infr.):—Ep. for διατέμνω,

   A cut in twain, ἔνθα διατμήξας .. then having cut [the Trojan host] in twain .., Il.21.3; νηχόμενος . . λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.2.81 (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι A.R.1.628); Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ. distinguish him from the Sun, Call.Fr.48:—Pass., διέτμαγεν (3pl. aor. 2 for -τμάγησαν) ἐν φιλότητι they parted friends, Il.7.302: abs., they parted, 1.531, Od.13.439; also, they were scattered abroad, Il. 16.354.

German (Pape)

[Seite 607] = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.

Greek (Liddell-Scott)

διατμήγω: ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ διατέμνω, κόπτω εἰς δύο, ἔνθα διατμήξας…, τότε διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος λαῖτμα διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ κῦμα. Ὀδ. Η. 276· λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., διακρίνω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., διέτμαγεν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· ὡσαύτως, διεσκορπίσθησαν μακράν, Ἰλ. Π. 354.

French (Bailly abrégé)

ao. διέτμηξα, ao.2 διέτμαγον;
1 couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);
2 séparer ; Pass. se séparer : ἐν φιλότητι IL avec des sentiments d’amitié ; abs. se séparer.
Étymologie: διά, τμήγω.

English (Autenrieth)

aor. inf. διατμῆξαι, aor. 2 διέτμαγον, aor. 2 pass. διετμάγην, 3 pl. διέτμαγεν: cut apart, cleave, separate; διατμήξᾶς, sc. Τρῶας, Il. 21.3; fig., νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον, η 2, Od. 5.409; freq. pass. as dep., τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν, ‘parted,’ Il. 1.531.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτμᾰγον Od.7.276, sigm. διέτμαξα Theoc.8.24, en v. pas. διετμάγην Opp.H.1.289, 3a plu. διέτμᾰγεν Il.7.302]
I tr., en v. act.
1 c. ac. de cosa cortar en pedazos, trocear κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ διατμήξας cortando en trocitos con el agudo bronce un gran pan de cera, Od.12.174, cf. Opp.H.1.318, Q.S.14.76, κρέα μηρῶν ... δ. Nonn.D.5.22
cortar por la mitad, partir en dos, seccionar (νῆα) ... ὕδωρ πνοιή τε διέτμαγεν A.R.3.343, (δέμας) οὔ κε ... διατμήξειε σίδηρος Opp.C.2.529, cf. Q.S.8.319, AP 5.217 (Paul.Sil.), c. dat. instrum. ὄρχατον ἀμπελόεντα ... σιδήρῳ Q.S.8.279, cf. Nonn.D.21.153, c. giro prep. μέσσην ὁρμιὴν ὑπ' ὀδοῦσι Opp.H.3.146
cortar el agua, surcar ἐγώ γε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409, Call.Fr.399.1, fig. Λευκοῦ πεδίοιο ... κονίην Nonn.D.10.76
cortar la tierra, hender, arar ἀρούρας Orac.Sib.14.314, tb. en v. med., A.R.1.628
c. ac. de pers. herir ἐπεὶ κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν Theoc.l.c., cf. A.R.3.1047, Nonn.D.14.397.
2 c. ac. de plu. o colect. dividir en dos o más partes, escindir al ejército enemigo Il.21.3, AP 14.44, Nonn.D.25.66, 28.242, las naves Od.3.291
separar físicamente dos o más pers. o elementos ἀμφοτέρους δὲ διέτμαγε AP 5.218 (Agath.), c. ac. y gen. Φαέθων ... Ἄρηα διατμήγων Ἀφροδίτης el Sol que separa a Ares de Afrodita de los planetas a que se consagraron las puertas de Tebas, Nonn.D.5.82
fig. distinguir Ἀπόλλωνα ... Ἠελίοιο χῶρι ... καὶ εὔποδα Δηωίνην Ἀρτέμιδος Call.Fr.302.
3 c. ac. de resultado abrir ὦλκα Mosch.2.81, βαιὰ θύρετρα Paul.Sil.Soph.719.
II intr., en v. med.-pas.
1 hacerse pedazos, desgarrarse σανίδες δὲ διέτμαγεν ... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς los batientes saltaron en pedazos ... por la violencia de la piedra, Il.12.461, διατμαγὲν ἕρκος ref. al caparazón del cangrejo, Opp.H.1.289.
2 separarse ἐν φιλότητι διέτμαγεν Il.7.302, cf. 1.531, Od.13.439, tb. en v. act. Ἅρπυιαι δ' Ἶρίς τε διέτμαγον A.R.2.298, cf. 3.1147, Nonn.D.7.108.
3 dispersarse ὑπὲκ μήλων ... αἵ τ' ἐν ὄρεσσι ... διέτμαγεν Il.16.354.

Greek Monolingual

διατμήγω (Α) τμήγω
1. διατέμνω, κόβω στα δυο, διαχωρίζω
2. ξεχωρίζω, κάνω τη διάκριση
3. παθ. (αορ.) διέτμαγεν
έφυγαν χωριστά.

Greek Monotonic

διατμήγω: αόρ. αʹ -έτμηξα, αόρ. βʹ -έτμᾰγον, Παθ. -μάγην, Επικ. αντί διατέμνω· χωρίζω, κόβω στα δύο, διατμήξας, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λαῖτμα διέτμαγον, διέσπασα το κύμα, το έκοψα στα δύο κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· ὦλκα δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., διέτμαγεν (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί -μάγησαν), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διατμήγω: (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 διέτμᾰγον - aor. 2 pass. διετμάγην)
1) разрезать, рассекать (νηχόμενος λαῖτμα δ. Her.; τὸν δάκτυλον κάλαμος διέτμαξεν Theocr.);
2) разделять, разобщать, рассеивать (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι διέτμαγεν Hom. они расстались по-дружески.