εἴβω: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἴβω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[λείβω]], [[ρίχνω]], [[αφήνω]] να πέσει, να στάξει σε σταγόνες, σε Όμηρ. — Παθ., [[στάζω]], χύνομαι, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''εἴβω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[λείβω]], [[ρίχνω]], [[αφήνω]] να πέσει, να στάξει σε σταγόνες, σε Όμηρ. — Παθ., [[στάζω]], χύνομαι, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἴβω:''' (= [[λείβω]]) лить, проливать ([[δάκρυον]] Hom.; med. δάκρυα Soph.); pass. литься, струиться (ἀπὸ βλεφάρων [[ἔρος]] εἴβετο Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for λείβω,
A drop, let fall in drops, ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβε Od.4.153:—Med., ἀπ' ὄσσων . . δ' εἰβομένα ῥέος (prob. for λειβ-) A.Pr. 401; δάκρὐ εἰβομένη (Triclin. for δάκρυα λειβ-) S.Ant.527 (anap.): —Pass., trickle down, Hes.Th.910, A.R.2.664.
German (Pape)
[Seite 722] ep. = λείβω, am häufigsten in der Vrbdg δάκρυον εἶβον, Thränen vergießen, Od. 4, 114. 23, 33. – Pass., niedertropfen. niederrinnen; τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο Hes. Th. 910; ἱδρὼς εἴβεται ἐκ λαγόνων Ap. Rit. 2, 664. – Med. = act., Soph. Ant. 523 κάτω δάκρυ' εἰβομένη.
Greek (Liddell-Scott)
εἴβω: Ἐπ. (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ λείβω, στάζω, ἀφίνω νὰ στάζῃ, Ὅμ. ὁ ὁποῖος τακτικῶς μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν τῇ φράσει, δάκρυον εἴβειν Ὀδ. Π. 332, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ δάκρυον εἴβειν, πρβλ. τὸ ῥῆμα κατείβω· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπ’ ὄσσων... δ’ εἰβομένα ῥέος (καθ’ Ἕρμαννον ἀντὶ τοῦ λειβομένα) Αἰσχύλ. Πρ. 400· δάκρυ’ εἰβομένη (κατὰ Τρικλιν. ἀντὶ δάκρυα λειβ-) Σοφ. Ἀντ. 527, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., στάζω, πίπτω κατὰ σταγόνας, Ἡσ. Θ. 910, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 622.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. εἶβον;
Pass. seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. εἴβετο;
répandre, verser.
Étymologie: cf. λείβω.
English (Autenrieth)
(cf. λείβω), ipf. εἶβον: shed, let fall, always with δάκρυον.
Spanish (DGE)
1 derramar, verter, δάκρυον Il.16.11, 19.323, 24.9, Od.4.153, 11.391, 16.332, 24.280, AP 1.43, σπήλυγγες Νυμφῶν ... ὕδωρ εἴβουσαι AP 6.253 (Crin.), tb. en v. med. c. ac. δάκρυ' εἰβομένη S.Ant.527.
2 en v. med., c. suj. de líquidos derramarse, brotar, manar ἄσπετος ἱδρὼς εἴβεται ἐκ λαγόνων τε καὶ αὐχένος abundante sudor gotea de los flancos y cuello de bueyes, A.R.2.664, μέλαν ... αἷμα Bio 1.9, ἰχὼρ αἱματόεις Opp.H.2.373, ἀπὸ πέτρης εἴβεται ... ὕδωρ Q.S.12.410
•fig. fluir, destilar τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο de las Gracias, Hes.Th.910, τῆς δ' ὀλοφυρομένης ἀμφ' ἀχνύϊ εἴβεται αἰών junto con la pena fluye la vida de la que se lamenta, e.e., se va la vida, SHell.1031.
• Etimología: Quizá de *eugu̯ō > *eigu̯ō (por disim., cf. εἶπον < *Ϝευκu̯-), cf. en grado o lat. ūueo < *ougu̯ei̯-o, ūmeō < *ougu̯smei̯-o y en gr. ø ὑγρός < *ugu̯ro, ai. ukṣati < *ugu̯seti.
Greek Monolingual
εἴβω (Α)
στάζω, αφήνω να πέφτει σε σταγόνες.
Greek Monotonic
εἴβω: Επικ. τύπος του λείβω, ρίχνω, αφήνω να πέσει, να στάξει σε σταγόνες, σε Όμηρ. — Παθ., στάζω, χύνομαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εἴβω: (= λείβω) лить, проливать (δάκρυον Hom.; med. δάκρυα Soph.); pass. литься, струиться (ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο Hes.).