ἐνθουσιάζω: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνθουσιάζω:''' και [[ἐνθουσιάω]] ([[ἔνθεος]]), εμπνέομαι ή κατέχομαι, καταλαμβάνομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, είμαι [[θεόληπτος]], θεοφορούμαι, βρίσκομαι σε [[έκσταση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., <i>ἐνθουσιᾶν κακοῖς</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐνθουσιάζω:''' και [[ἐνθουσιάω]] ([[ἔνθεος]]), εμπνέομαι ή κατέχομαι, καταλαμβάνομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, είμαι [[θεόληπτος]], θεοφορούμαι, βρίσκομαι σε [[έκσταση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., <i>ἐνθουσιᾶν κακοῖς</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθουσιάζω:''' и [[ἐνθουσιάω]] [[ἔνθεος]]<br /><b class="num">1)</b> быть одержимым божеством, находиться в состоянии исступления, неистовствовать ([[ὥσπερ]] οἱ θεομάντεις Plat.; [[ὥσπερ]] ἐνθουσιῶν Xen.; οἱ ἐπὶ τοῖς τῆς Κυβέλης ἱεροῖς ἐνθουσιάσαντες Diod.);<br /><b class="num">2)</b> быть (бого)вдохновенным (ὑπὸ τῶν Νυμφῶν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> приходить в возбужденное состояние, волноваться, выходить из себя (ποιεῖν τινα ἐνθουσιάσαι Arst.; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> преисполняться энтузиазмом, увлекаться (περὶ φιλοσοφίας Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
in Trag. always ἐνθουσιάω (also in Ph., 1.148, al.); in Pl. both forms occur (v. infr.):—
A to be inspired or possessed by a god, to be in ecstasy, ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα A.Fr.58; ὥσπερ ἐνθουσιῶν X.Cyr.1.4.8; ἡ ψυχὴ . . ἐνθουσιάζουσα Pl.Ion535c, cf. 536b; ἐνθουσιάζοντες Id.Ap. 22c; ἐνθουσιῶντες Id.Phdr.253a; ἐνθουσιάσας Id.Tht.180c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν . . ἐνθουσιάσω Id.Phdr.241e; ὑφ' ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ Id.Phlb.15e; ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τοὺς ἀκροατάς Arist.Rh.1408b14: c. dat., ἐνθουσιᾷς τοῖς σαυτοῦ κακοῖς E.Tr. 1284; ταῖς φωναῖς -άζοντες Phld.Lib.p.4 O.; περὶ φιλοσοφίαν Plu.Cat.Ma.22; εἴς τι Ael.NA4.31; προ'ς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.4.136b. II c. acc., inspire, ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς Herm. ap. Stob.1.49.44 codd. ἐνθουσί-ασις, εως, ἡ, = sq., Pl.Phdr.249e (pl.), Ph.2.344 (pl.), Iamb.Myst.3.6.
German (Pape)
[Seite 842] gottbegeistert sein, verzückt, außer sich sein; θείους τε εἶναι καὶ ἐνθουσιάζειν Plat. Men. 99 d; ἐνθουσιάζοντες ὥσπερ οἱ θεομάντεις Apol. 22 c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν σαφῶς ἐνθουσιάσω Phaedr. 241 e; ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινὰ ἐπαί. νοις ἢ ψόγοις, durch Lob oder Tadel aufregen, Arist. rhet. 3, 7; ἐπὶ τοῖς τῆς μητρὸς ἱεροῖς, von den Priestern der Kybele, D. Sic. 5, 49; περί τι, Plut. Cat. min. 22; εἴς τι, heftig wonach verlangen, Ael. N. A. 4, 31. – Auch trans., τινὶ ἔρωτας, mit Liebe begeistern, Hermes bei Stob. ecl. phys. p. 430. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιάζω: παρὰ Τραγ. ἀείπτε ἐνθουσιάω· παρὰ Πλάτ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι οἱ τύποι, ἴδε κατωτ. Εἶμαι ἔνθεος, κατέχομαι ὑπὸ θεοῦ, εἶμαι θεόληπτος, εὑρίσκομαι ἐν ἐκστάσει, ἐνθουσιᾷ δὴ δῶμα, βακχεύει στέγη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 64α· ὥσπερ ἐνθουσιῶν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἡ ψυχή... ἐνθουσιάζουσα Πλάτ. Ἴων 535C· προβλ. 536Β˙ ἐνθουσιάζοντες ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 22C·Ϗ ἐνθουσιῶντες ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 253Α· ἐνθουσιάσας ὁ αὐτ. Θεαίτ. 180C· ὑπὸ τῶν Νυμφῶν... ἐνθουσιάσω ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 241Ε· ὑφ’ ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ ὁ αὐτ. Φίλ. 15Ε· ἐνθουσιάσαι ποιεῖν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 7. 11: - μετὰ δοτ., ἐνθουσιᾷς τοῖς σαυτοῦ κακοῖς Εὐρ. Τρῳ. 1284· περί τι Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 22· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 4. 31. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐμπνέω, ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς Ἑρμῆς Τρισμέγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. Φυσικ. Βιβλ. 1, σ. 930· πρβλ. 942.
French (Bailly abrégé)
être inspiré par la divinité.
Étymologie: ἔνθεος.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ser o estar poseído, ser inspirado por la divinidad, la musa o el estro poético ἡ ψυχὴ ... ἐνθουσιάζουσα cuando un poeta recita a Homero, Pl.Io 535c, cf. 536b, Ap.22c, Arist.EE 1214a24, MM 1190b36, por la divinidad oracular en Delfos, D.S.16.26, ἆρ' οἶσθα ὅτι ὑπὸ τῶν Νυμφῶν ... σαφῶς ἐνθουσιάσω; ¿acaso no comprendes que iba yo a quedar claramente poseído por las ninfas? Pl.Phdr.241e, en la contemplación y unión mística ὥσπερ ἁρπασθεὶς ἢ ἐνθουσιάσας ἡσυχῇ ἐν ἐρήμῳ ... γεγένηται como arrobado o en trance queda en solitaria calma Plot.6.9.11
•fig. e irón., de los filósofos ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος αὐτῶν ἐνθουσιάσας surgen allí donde cada uno de ellos reciba casualmente la inspiración Pl.Tht.180c.
2 entusiasmarse c. dat. ὅταν ... ἤδη τοὺς ἀκροατὰς ... ποιήσῃ ἐνθουσιάσαι ἢ ἐπαίνοις ἢ ψόγοις ref. al orador, Arist.Rh.1408b14, αὐτῷ (χρυσίῳ) LXX Si.31.7, ταῖς ... τῶν ἀνδ[ρ] ῶν φωναῖς Phld.Lib.fr.5.3.
3 en v. med.-pas. delirar, sufrir alucinaciones a causa del olor de un pez ἐνθουσιάζεσθαι ποιεῖ τοὺς ὀσφραινομένους Cyran.1.14.29, τοὺς μυκτῆράς σου χρίε μύρῳ δυνατῷ καὶ οὖκ ἐνθουσιασθήσει τὸ καθόλου Cyran.1.14.31.
II c. ac. de abstr. y dat. inspirar, insuflar ὁ ... τεχνίτης ... ἔρωτας ἐνεθουσίασε θεοῖς Corp.Herm.Fr.23.4, cf. 23.18.
Greek Monolingual
(AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, -άω)
νεοελλ.
1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη»)
2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου»)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος
αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το σπίτι του ενθουσιασμένοι»)
αρχ.
1. είμαι ένθεος, ενθουσιασμένος ή θεόληπτος, βρίσκομαι σε έκσταση («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, ὥσπερ οἱ θεομάντεις», Πλάτ.)
2. εμπνέω κάτι σε κάποιον
3. (μτχ. παθ. ενεστ.) ἐνθουσιαζόμενος
φρενοβλαβής, μανιακός, παράφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενθουσιάζω, που απαντά στον αττικό πεζό λόγο, προήλθε από το ενθεάζω (< ένθεος) πιθ. κατά τα ρήματα σε -σιάζω (θυσιάζω κ.ά.), ενώ ο τ. ενθουσιάω, -ώ σχηματίστηκε πιθ. κατά τα ρήματα σε -ιάω, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -ου- του τ. προήλθε με συναίρεση του -θεο
πρβλ. ένθους αντί ένθεος στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. ενθουσιάζομαι σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε έκσταση ή κατάσταση παραφοράς που προέρχεται από πάθος». Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς].
Greek Monotonic
ἐνθουσιάζω: και ἐνθουσιάω (ἔνθεος), εμπνέομαι ή κατέχομαι, καταλαμβάνομαι από το πνεύμα του θεού, είμαι θεόληπτος, θεοφορούμαι, βρίσκομαι σε έκσταση, σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., ἐνθουσιᾶν κακοῖς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιάζω: и ἐνθουσιάω ἔνθεος
1) быть одержимым божеством, находиться в состоянии исступления, неистовствовать (ὥσπερ οἱ θεομάντεις Plat.; ὥσπερ ἐνθουσιῶν Xen.; οἱ ἐπὶ τοῖς τῆς Κυβέλης ἱεροῖς ἐνθουσιάσαντες Diod.);
2) быть (бого)вдохновенным (ὑπὸ τῶν Νυμφῶν Plat.);
3) приходить в возбужденное состояние, волноваться, выходить из себя (ποιεῖν τινα ἐνθουσιάσαι Arst.; δῆμος ἐνθουσιῶν Plut.);
4) преисполняться энтузиазмом, увлекаться (περὶ φιλοσοφίας Plut.).