θύρσος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θύρσος:''' ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ [[θύρσα]]) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. [[κωνοφόρος]] Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, in late Poets with heterocl. pl.
A θύρσα AP6.158 (Sabin.): —wand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the top, carried by the devotees of Dionysus, E.Ba.80 (lyr.), SIG1109.138, Hero Spir.2.9, etc.; also of the devotees themselves, Sch.E.Hec. 261. II = κλάδος, ῥάβδος, Hsch. (Prob. a loan-word.)
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, der Thyrsus, der in einen Fichtenzapfen auslaufende, mit Epheu u. Weinlaub umwundene Stab des Bacchus u. der Bacchanten, Eur. Bacch. 80 u. Folgde; θύρσου χλοερὸν κωνοφόρον κάμακα Phalaec. 3 (VI,169); Sp. haben einen heterogenen plur. τὰ θύρσα, gahin. gramm. ep. (VI, 158). – Das Wort hängt mit θύω zusammen.
Greek (Liddell-Scott)
θύρσος: ὁ, παρὰ μεταγεν. ποιητ. μεθ’ ἑτεροκλ. πληθ. θύρσα, Ἀνθ. Π. 6. 158: ― ὁ θύρσος, ἤτοι ἡ Βακχικὴ ῥάβδος ἐστεμμένη μὲ κισσὸν καὶ φύλλα ἀμπέλου καὶ ἔχουσα ἐπὶ κορυφῆς κῶνον πίτυος, ἣν ἔφερον οἱ λατρευταὶ τοῦ Βάκχου. πρῶτον ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 80, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Βεργ. Αἰν. 7. 390, καὶ ἴδε θυρσαχθής, θυρσομανής. ΙΙ. ἑρμηνευόμενον ὡσαύτως παρ’ Ἡσύχ. = κλάδος, ῥάβδος· καὶ τὸ thyrsus ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Λατ. ὡς = τῷ turio, δηλ. νέος κλάδος, βλαστός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
thyrse, bâton des Bacchants et des Bacchantes entouré de lierre et de pampre, avec une pomme de pin au sommet.
Étymologie: DELG emprunt ; cf. hitt. tuwarsa « sarment » ou « lierre ».
Greek Monolingual
ο (Α θύρσος, πληθ. θύρσοι, οι και μτγν. θύρσα, τά)
νεοελλ.
βοτ. σύνθετη πυκνά διακλαδισμένη ταξιανθία της οποίας κάθε είδος είναι διχάσιο
αρχ.
1. ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που κατέληγε στην κορυφή σε κώνο πεύκου (κουκουνάρι), το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου
2. (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος, ράβδος»
3. στον πληθ. οἱ θύρσοι
συνεκδ. οι λάτρεις του Διονύσου που πανηγύριζαν προς τιμήν του κρατώντας θύρσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θύρσος δεν είναι ΙΕ προελεύσεως. Εκτός από την ελλ., την έχει δανειστεί και η Χεττιτική (πρβλ. χεττ. tuwarsa).
ΠΑΡ. αρχ. θυρσάζω, θυρσάριον, θυρσίνη, θυρσίον, θυρσίτης, θυρσίων, θυρσώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυρσαχθής, θυρσοειδής, θυρσοκόμος, θυρσόλογχος, θυρσομανής, θυρσοπλήξ, θυρσοτινάκτης, θυρσοφορία, θυρσοφόρος, θυρσοφορώ, θυρσοχαρής. (Β' συνθετικό) αρχ. άθυρσος, εύθυρσος, κακόθυρσος, παρένθυρσος, φιλόθυρσος.
Greek Monotonic
θύρσος: ὁ, ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θύρσος: ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ θύρσα) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. κωνοφόρος Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.).