κέλαδος: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κέλαδος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ήχος]] σαν από ορμητικά νερά· [[δυνατός]] [[ήχος]], [[βοή]], ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> δυνατή καθαρή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[ιαχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[ήχος]] της μουσικής, σε Ευρ. | |lsmtext='''κέλαδος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ήχος]] σαν από ορμητικά νερά· [[δυνατός]] [[ήχος]], [[βοή]], ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> δυνατή καθαρή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[ιαχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ο [[ήχος]] της μουσικής, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κέλαδος:''' ὁ<b class="num">1)</b> шум: ([[Ἄρτεμις]]) θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν Hom. Артемида разожгла шумный раздор;<br /><b class="num">2)</b> звук, звучание, глас (κ. [[παιώνιος]], κέλαδοι εὔφθογγοι Aesch.; [[ὀξύς]] Soph.; κ. ἑπτατόνου λύρας Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, poet. word,
A a noise as of rushing waters: generally, loud noise, din, clamour, θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, of persons quarrelling, Il.9.547, cf. 18.530, Od.18.402; κ. Εὐίου E.Ba.578 (lyr.). 2 of musical sound, κ. λύρας Id.IT1129 (lyr.), cf. Cyc.489 (anap.). II loud clear voice, as of an oracle, Pi.P.4.60; shout, cry, κ. οὐ παιώνιος A.Pers.605, cf. 388, Ch.341 (anap.), S.El.737, etc. 2 chirp of the τέττιξ, Ael.NA1.20; of the twittering of birds, κ. παντομιγής Lyr.Alex.Adesp.7.6.
German (Pape)
[Seite 1413] ὁ, Geschrei, Lärm, Getöse; ἀμφ' αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν II. 9, 543; αὐτόματος, Klang, Pind. P. 4, 60; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος Aesch. Pers. 597, vgl. Ch. 337; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις Soph. El. 727; ὁ κέλαδος Εὐΐου Eur. Bacch. 578, öfter; auch λύρας, I. T. 1129; μουσεῖος Ep. (IX, 372).
Greek (Liddell-Scott)
κέλαδος: ὁ, ποιητ. λέξις (πρβλ. κελαδέω), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, μέγας θόρυβος, κραυγή. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ μετατίθημι. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· κραυγή, βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bruit retentissant, cri, clameur;
2 chant, accords, accents.
Étymologie: cf. κράζω.
English (Autenrieth)
clang, echo, clamor, of the hunt or the combat, and otherwise, Od. 18.402.
English (Slater)
κέλᾰδος
1 clear sound νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c. σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ utterance (P. 4.60)
Greek Monolingual
κέλαδος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν του νερού το οποίο κυλά ορμητικά
2. ήχος μουσικού οργάνου
3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος
4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή
5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών πουλιών
6. το τετέρισμα του τζίτζικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κέλα-δος εμφανίζει θ. κελα-, που συνδέεται πιθ. με το κελαρύζω ή με το καλώ, και επίθημα -δος, που απαντά και σε άλλες λ. με σημ. «θόρυβος» (πρβλ. όμα-δος, ροίβ-δος). Ο τ. ως β' συνθετικό απαντά μέχρι σήμερα στο Εγκέλαδος «ένας από τους Γίγαντες, η προσωποποίηση του σεισμού».
ΠΑΡ. κελαδώ
αρχ.
κελαδεινός, κελαδήτις.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. κελαδοδρόμος. (Β' συνθετικό) εγκέλαδος
αρχ.
ανακέλαδος, δυσκέλαδος, ευκέλαδος, κακοκέλαδος, καλλικέλαδος, πολεμοκέλαδος, πολυκέλαδος.
Greek Monotonic
κέλαδος: ὁ,
I. ήχος σαν από ορμητικά νερά· δυνατός ήχος, βοή, ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυνατή καθαρή φωνή, κραυγή, ιαχή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
III. ο ήχος της μουσικής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κέλαδος: ὁ1) шум: (Ἄρτεμις) θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν Hom. Артемида разожгла шумный раздор;
2) звук, звучание, глас (κ. παιώνιος, κέλαδοι εὔφθογγοι Aesch.; ὀξύς Soph.; κ. ἑπτατόνου λύρας Eur.).