λιαρός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐᾰρός:''' -ά, -όν, όπως το [[χλιαρός]], [[θερμός]], [[υπόθερμος]], σε Όμηρ.· [[οὖρος]] [[λιαρός]], [[θερμός]] και [[απαλός]] [[άνεμος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὕπνος]] [[λιαρός]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[ευχάριστος]], [[γλυκός]] ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''λῐᾰρός:''' -ά, -όν, όπως το [[χλιαρός]], [[θερμός]], [[υπόθερμος]], σε Όμηρ.· [[οὖρος]] [[λιαρός]], [[θερμός]] και [[απαλός]] [[άνεμος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὕπνος]] [[λιαρός]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[ευχάριστος]], [[γλυκός]] ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λιᾰρός:''' <b class="num">1)</b> теплый ([[αἷμα]], [[ὕδωρ]], [[οὖρος]] Hom.; [[γάλα]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> приятный, спокойный ([[ὕπνος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐᾰρός Medium diacritics: λιαρός Low diacritics: λιαρός Capitals: ΛΙΑΡΟΣ
Transliteration A: liarós Transliteration B: liaros Transliteration C: liaros Beta Code: liaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.

German (Pape)

[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.

Greek (Liddell-Scott)

λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.

English (Autenrieth)

warm, lukewarm; αἷμα, ὕδωρ, Λ , Od. 24.45; then mild, gentle, Od. 5.268, Il. 14.164.

Greek Monolingual

λιαρός, -ά, -όν (Α)
1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ' αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ. χλιαρός. Πιθ. λιαρός < λισαρός, οπότε είναι συγγενές με αρχ. άνω γερμ. lĩso «μαλακώνω», μέσ. άνω γερμ. lĩse «ήπιος, πράος», λιθουαν. lysti «ισχνός». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. λιτός και λεῖος.

Greek Monotonic

λῐᾰρός: -ά, -όν, όπως το χλιαρός, θερμός, υπόθερμος, σε Όμηρ.· οὖρος λιαρός, θερμός και απαλός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.· ὕπνος λιαρός, ήσυχος, ήρεμος, ευχάριστος, γλυκός ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λιᾰρός: 1) теплый (αἷμα, ὕδωρ, οὖρος Hom.; γάλα Theocr.);
2) приятный, спокойный (ὕπνος Hom.).