λεύκινος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(23) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].———————— <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].———————— <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεύκῐνος:''' [[λεύκη]] 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, (
A λεύκη 11) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631. 2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.). II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch.s.v. μασχάλην.
German (Pape)
[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.
Greek (Liddell-Scott)
λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.———————— (II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.
Russian (Dvoretsky)
λεύκῐνος: λεύκη 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).