μισθαποδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποδότης Medium diacritics: μισθαποδότης Low diacritics: μισθαποδότης Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthapodótēs Transliteration B: misthapodotēs Transliteration C: misthapodotis Beta Code: misqapodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who pays wages, rewarder, ib.11.6.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui paie un salaire dû, une juste rétribution.
Étymologie: μισθός, ἀποδίδωμι.

English (Strong)

from μισθόω and ἀποδίδωμι; a renumerator: rewarder.

English (Thayer)

μισθαποδοτησου, ὁ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδότης of the Greek writings) (Vulg. remunerator); one who pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ-αποδότης].

Greek Monotonic

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μισθαποδότης: ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.