παῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παῦρος:''' -ον ([[παύω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[λίγος]], [[μικρός]], λέγεται για χρόνο, [[σύντομος]], σε Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, λίγοι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· συγκρ. <i>παυρότερος</i>, λιγότερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. πληθ. <i>παῦρα</i>, ως επίρρ., λίγες φορές, σπάνια, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''παῦρος:''' -ον ([[παύω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[λίγος]], [[μικρός]], λέγεται για χρόνο, [[σύντομος]], σε Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αριθμούς, λίγοι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· συγκρ. <i>παυρότερος</i>, λιγότερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. πληθ. <i>παῦρα</i>, ως επίρρ., λίγες φορές, σπάνια, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παῦρος:''' <b class="num">1)</b> небольшой, маленький ([[στήμων]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> короткий, непродолжительный ([[ὕπνος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> немногочисленный ([[λαός]] Hom.): παῦροι [[ἄνδρες]] Aesch. немногие; μάχεσθαι [[ἀνδράσι]] παυροτέροισι Hom. воевать с меньшим количеством людей - см. тж. [[παῦρα]].
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῦρος Medium diacritics: παῦρος Low diacritics: παύρος Capitals: ΠΑΥΡΟΣ
Transliteration A: paûros Transliteration B: pauros Transliteration C: payros Beta Code: pau=ros

English (LSJ)

ον (not found in fem., cf. παυράς),

   A little, small, στήμων Hes. Op.538 ; π. ἔπος Pi.O.13.98 ; of Time, short, Hes.Op.326 ; ζωῆς μέρος Emp.2.3 ; π. ὕπνος Pi.P.9.25 (s.v.l.); speedy, τέλος βιότοιο Q.S.7.613 : neut. as Adv., for a short time, παῦρον ἀνθήσας Lyc. 1429.    2 mostly of Number, few, poet. for ὀλίγος (q.v.) in this sense, Ep., Lyr., and Trag., π. ἄνδρες Thgn.79 ; π. τινές Pi.O.10(11).22 ; π. ἀνδρῶν A.Ag.832 : rare in Prose, as Thphr.HP8.7.4 ; παῦρα, opp. πολλά, Il.9.333, cf. Od. 2.241 : with a collect. Subst., π. λαός small in number, Il.2.675 : Comp. παυρότερος 4.407, 8.56, al., Thgn. 644 : neut. pl. παῦρα as Adv., seldom, Hes. Th.780, Ar.Pax 764. (Cf. Lat. paucus, Goth. fawai 'few'.)

German (Pape)

[Seite 537] klein, gering; παῦρος λαός, eine kleine Schaar, Il. 2, 675; στήμων, Hes. O. 536; γένος, Eur. Med. 1087; von der Zeit, kurz, Hes. O. 328; – gew. im plur. und von der Anzahl, wenige, Ggstz πολύς, Il. 9, 333 Od. 2, 241; Hes. O. 480; ἔπος, ὕπνος, Pind. Ol. 13, 94 P. 9, 25; παῦροί τινες, Ol. 11, 23; Tragg.; παῦρ' ἀνιάσας, πολλ' εὐφράνας, Ar. Pax 764; selten in Prosa, wie Theophr. – Compar. παυρότεροι, Il. 15, 407 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1111; – παῦρα ist adverbial gebraucht Hes. Th 780. – Das fem. παύρα scheint gar nicht vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

παῦρος: ον (τοῦ θηλ. οὐδὲν παράδειγμα ἀπαντᾷ πρβλ. παυράς), μικρός, ὀλίγος, ὀλιγοστός, στήμων Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· π. ἔπος Πινδ. Ο. 13. 138· ― ἐπὶ χρόνου, βραχύς, σύντομος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 324· οὕτω, π. ὕπνος Πινδ. Π. 9. 43· οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, ἐπ’ ὀλίγον, παῦρον ἀνθήσας Λυκόφρ. 1429. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγος, ὀλίγοι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ποιητ., παῦροί τινες Πινδ. Ο. 11. 26· σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, οἷον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ― μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., π. λαός, ὀλίγοι ἄνθρωποι, Ἰλ. Β. 675· ἀντίθετ. τῷ πολύς, Ι. 333, Ὀδ. Β. 241· ― τὸ συγκρ. παυρότερος, ὀλιγώτερος οὐχὶ σπάν. παρ’ Ὁμ., ὡς παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ’ ὑπὸ τεῖχος Ἄρειον Ἰλ. Δ. 407· ― οὐδ. πληθ. παῦρα ὡς Ἐπίρρ. ὀλιγάκις, σπανίως, Ἡσ. Θ. 780, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 764· πρβλ. παυρίδιος: ― ἀμφότερα εἶναι τύποι ποιητικοί, ἡ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις λέξις εἶναι τὸ ὀλίγος. (Πρβλ. τὸ Λατ. parvus, paulus, paucus· ― ἴδε ἐν λ. παύω).

French (Bailly abrégé)

fém. inus., ον :
1 en petit nombre;
2 p. ext. petit, court;
adv. • παῦρα, rarement.
Étymologie: R. Πυσ > Παυσ- diminuer, amoindrir ; cf. παύω, lat. parvus.

English (Autenrieth)

comp. παυρότερος: little, feeble; pl., few, opp. πολλοί, Il. 9.333.

English (Slater)

παῡρος (-ῳ, -ον, -οι; -α nom., acc.)
   a s., short, brief παύρῳ ἔπει θήσω φανέρ' ἀθρ (O. 13.98) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ pr. (P. 9.24)
   b pl., few ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες (O. 10.22) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) παῦροι δὲ βουλεῦσαι χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.78) ἐγὼ μ[ ]παῦρα μελιζομεν[ fr. 140b. 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(χωρίς θηλυκό
βλ. παυράς)
1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ' ἔπει θήσω φανέρ'«, Πίνδ.)
2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.)
3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.)
4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) παῦρον
για λίγο χρόνο («παῦρον ἀνθήσας», Λυκόφρ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) παῦρα
λίγες φορές, σπάνια
6. (με περιληπτ. όνομα) μικρός κατά τον αριθμό («παῦρος λαός» — λίγος, μερικός κόσμος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παῦρος ανάγεται σε θ. παυ- / pau- (πρβλ. λατ. paucus «λίγος», pauper «φτωχός») με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α- (βλ. λ. παις). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. parvus «μικρός» (για την εναλλαγή στο σύμπλεγμα -rv-, πρβλ. νεῦρον: λατ. nervus)].

Greek Monotonic

παῦρος: -ον (παύω),·
1. λίγος, μικρός, λέγεται για χρόνο, σύντομος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
2. λέγεται για αριθμούς, λίγοι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· συγκρ. παυρότερος, λιγότερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. πληθ. παῦρα, ως επίρρ., λίγες φορές, σπάνια, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παῦρος: 1) небольшой, маленький (στήμων Hes.);
2) короткий, непродолжительный (ὕπνος Pind.);
3) немногочисленный (λαός Hom.): παῦροι ἄνδρες Aesch. немногие; μάχεσθαι ἀνδράσι παυροτέροισι Hom. воевать с меньшим количеством людей - см. тж. παῦρα.