ῥιπτασμός: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(36) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ῥιπτασμός]], ΝΜΑ [[ῥιπτάζω]]<br />[[στριφογύρισμα]] στο [[κρεβάτι]] από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νευρική [[διαταραχή]] που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και [[χωρίς]] [[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ρίχνεται [[κανείς]] εδώ και [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αμφιταλάντευση]]. | |mltxt=ο / [[ῥιπτασμός]], ΝΜΑ [[ῥιπτάζω]]<br />[[στριφογύρισμα]] στο [[κρεβάτι]] από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νευρική [[διαταραχή]] που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και [[χωρίς]] [[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ρίχνεται [[κανείς]] εδώ και [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αμφιταλάντευση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιπτασμός:''' ὁ беспокойные движения, волнение, метание (ῥ. καὶ [[διαβόησις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A throwing or tossing about, τῶν μελέων Hp.Acut.54: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100.
German (Pape)
[Seite 845] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτασμός: ὁ, τὸ ῥιπτάζεσθαι, ἡ ἀνήσυχος κίνησις, τῶν μελέων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· ἀπολ., τὸ ἀνησύχως στρέφεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κωακ. Προγν. 129, Πλούτ. 2. 455Β. - Περὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς ῥυπασμὸς παρ’ Εὐστ. 1849, 15, ἀντὶ ῥιπτασμός, ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, Σ. 534, κἑξ., ἴδε ῥύπασμα.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
agitation continuelle, fig. inquiétude ou agitation d’un malade.
Étymologie: ῥιπτάζω.
Greek Monolingual
ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ ῥιπτάζω
στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία
νεοελλ.
ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια
αρχ.
1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί
2. αμφιταλάντευση.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτασμός: ὁ беспокойные движения, волнение, метание (ῥ. καὶ διαβόησις Plut.).