σεβαστός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(nl)
(4)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σεβαστός -ή -όν [σεβάζω] eerbiedwaardig; als titel van Rom. keizer Augustus; ook voor wat bij de keizer hoort:. σπείρη σεβαστή keizerlijk cohort NT Act. Ap. 27.1.
|elnltext=σεβαστός -ή -όν [σεβάζω] eerbiedwaardig; als titel van Rom. keizer Augustus; ook voor wat bij de keizer hoort:. σπείρη σεβαστή keizerlijk cohort NT Act. Ap. 27.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σεβαστός:''' (лат. [[augustus]]) высокий, священный (эпитет римск. императоров) ([[Καῖσαρ]] Σ. Luc.).
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεβαστός Medium diacritics: σεβαστός Low diacritics: σεβαστός Capitals: ΣΕΒΑΣΤΟΣ
Transliteration A: sebastós Transliteration B: sebastos Transliteration C: sevastos Beta Code: sebasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A venerable, reverend, august, πρᾶγμα D.H.2.75; θεοί, prob. of deified Emperors, IG7.2233 (Thisbe), cf. SIG820.6 (Ephesus, i A.D.).    II = Lat. Augustus, Str.3.3.8, 12.8.16, Act.Ap.25.21, Paus.3.11.4, Hdn.2.10.9, etc.; Καίσαρος Σ. θεοῦ Luc. Macr.21, cf. 17; ἐπὶ τοῦ πρώτου Σ. in the time of the first Emperor, Id.Laps.18; κατὰ τὸν Σ. μάλιστα Id.Salt.34, etc.; fem. Σεβαστή, = Augusta, Wilcken Chr.14 ii 7 (i A.D.), etc., cf.Σεβαστιάς; joined with Αὔγουστος, -ούστη, CIG3770 (Nicomedia).    2 name of month, Augustus, in Egyptian calendars,= Thoth, Yale Classical Studies 2.242; in Phrygia and elsewhere, IGRom.4.536, etc.    3 σεβαστή, ἡ (sc. ἡμέρα), the Emperor's day, the day on which his birthday or accession day was celebrated every month, OGI658 (Egypt, i B.C.), POxy.288.32 (i A.D.), PMich.Teb.123r iv 30 (i A.D.), etc.    4 Σεβαστά, τά,= Σεβαστεῖα 11, CIG2810b.13 (p.1112) (Aphrodisias), cf. IG 3.129, 14.748, SIG1065.5 (Cos, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 867] verehrt, zu verehren, chrwürdig, πρᾶγμα, D. Hal. 2, 75; dah. auch heilig, göttlich, das lat. augustus, u. wie dieses von den römischen Kaisern gebraucht, Hdn. 2, 8, oft.

Greek (Liddell-Scott)

σεβαστός: -ή, -όν, ἄξιος σεβασμοῦ, ὃν σέβεταί τις, σεβάσμιος, Διον. Ἁλ. 2. 75· θεοὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. 22. Keil. ΙΙ. τὸ αὐτοκρατορικὸν ἐπώνυμον Augustus μετεφράζετο διὰ τοῦ Σεβαστός, Στράβ. 156, 578, Παυσ. 3. 11, 4, Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 21, Ἡρῳδιαν. 2. 10, κτλ.· Καίσαρος Σ. θεοῦ Λουκ. Μακροβ. 21, πρβλ. 17· ἐπὶ τοῦ πρώτου Σ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ πρώτου αὐτοκράτορος, ὁ αὐτ. Ὑπὲρ Προσ. Πταίσμ. 18· κατὰ τὸν Σεβ. μάλιστα π. Ὀρχ. 34, κτλ.· τὸ δὲ Augusta διὰ τοῦ Σεβαστὴ ἢ Σεβαστιὰς (ὃ ἴδε)· συνάπτεται καὶ μετὰ τοῦ Αὔγουστος, -ούστη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3770· πρβλ. Σεβάσμιος, Σεβαστεῖον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβαστός· προσκυνητός. Τιμητό».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vénéré ou vénérable;
2 auguste en parl. des empereurs romains : ὁ Σεβαστός l’Empereur.
Étymologie: σεβάζω.

English (Strong)

from σεβάζομαι; venerable (august), i.e. (as noun) a title of the Roman Emperor, or (as adjective) imperial: Augustus(-').

English (Thayer)

σεβαστη, Σεβαστόν (σεβάζομαι);
1. reverend, venerable.
2.σεβαστός, Latin augustus, the title of the Roman emperors: Strabo, Lucian, Herodian, Dio Cassius, others); adjective σεβαστός, σεβαστη, Σεβαστόν, Augustan, i. e. taking its name from the emperor; a title of honor which used to be given to certain legions, or cohorts, or battalions, for valor (ala augusta ob virtutem appellata. Corpus inscriptions Latin vii. n. 340,341, 344): σπείρης Σεβαστῆς, the Augustan (Imperial) cohort, λεγεών σεβαστη, Ptolemy, 2,3, 30; 2,9, 18; 4,3, 30). The subject is fully treated by Schürer in the Zeitsehr. für wissensch. Theol. for 1875, p. 413ff

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / σεβαστός, -ή, -όν, ΝΑ σεβάζομαι
1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.)
2. προσωνυμία του Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων σεβαστός», Παυσ.)
νεοελλ.
υπολογίσιμος ως προς την ποσότητα (α. «σεβαστό ποσό» β. «σεβαστή αμοιβή»)
νεοελλ.-μσν.
τίτλος τον οποίο καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός και του οποίου ο κάτοχος ερχόταν πέμπτος στην τάξη μετά τον αυτοκράτορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα («σύνοδος σεβαστὴ τοῡ θεοῡ αὐτοκράτορος Καίσαρος», πάπ.)
2. ονομασία του μήνα Αυγούστου στην Αίγυπτο
3. το θηλ. ως ουσ. α) η ημέρα κατά την οποία γιόρταζαν τα γενέθλια ή την άνοδο του αυτοκράτορα στον θρόνο
β) ως κύριο όν. ἡ Σεβαστή
η Σεβαστιάς, η Αυγούστα («παρούσης Σεβαστῆς μετὰ τῶν ματρωνῶν», πάπ.)
4. (το ουδ. στο πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σεβαστά
οι αυτοκρατορικοί αγώνες, αλλ. τα Σεβαστεῑα ή Σεβάσμια.———————— (II)
ο, Ν
ζωολ. γένος σκορπιοειδών ιχθύων του βόρειου Ατλαντικού και της Βόρειας Θάλασσας, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκορπαινίδες και περιλαμβάνει είδη ψαριών μεγάλης οικονομικής σημασίας, γνωστά ως κοκκινόψαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. sebastes < σεβαστός.

Greek Monotonic

σεβαστός: -ή, -όν (σεβάζομαι), σεβάσμιος, αξιοσέβαστος· χρησιμ. για να ερμηνεύσει το αυτοκρατορικό όνομα Αύγουστος, σε Στράβ., Κ.Δ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεβαστός -ή -όν [σεβάζω] eerbiedwaardig; als titel van Rom. keizer Augustus; ook voor wat bij de keizer hoort:. σπείρη σεβαστή keizerlijk cohort NT Act. Ap. 27.1.

Russian (Dvoretsky)

σεβαστός: (лат. augustus) высокий, священный (эпитет римск. императоров) (Καῖσαρ Σ. Luc.).