τετραφάληρος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰφάληρος:''' [ᾰ], -ον, επίθ. της περικεφαλαίας, πιθ. με [[τέσσερις]] κορυφές ή λοφία, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τετρᾰφάληρος:''' [ᾰ], -ον, επίθ. της περικεφαλαίας, πιθ. με [[τέσσερις]] κορυφές ή λοφία, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρᾰφάληρος:''' Hom. = [[τετράφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A with four bosses (φάλαρα, cf. Lat. phalerae), κυνέη Il.5.743, 11.41.
German (Pape)
[Seite 1099] κυνέη, Il. 5, 743. 11, 41, neben ἀμφίφαλος, nach der gew. Ableitung = τετράφαλος, wogegen die Vrbdg mit ἀμφίφαλος zu sein scheint; Buttm. Lexil. II p. 247 nimmt ein besonderes mit φάλος verwandtes Stammwort φάληρος an, das entweder den Helmbusch selbst bezeichnet, od. ein Beiwort desselben ist, also = mit vier Helmbüschen.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰφάληρος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ περικεφαλαίας ἐν Ἰλ. Ε. 743., Λ. 41, κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τετράφαλος· - εἶναι ὅμως ὕποπτος ἡ τοιαύτη ἐκδοχή, διότι ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς ἀμφίφαλος· ὅθεν τοῦ Butmann ἡ γνώμη (Λεξίλ. ἐν λέξ. φάλος 9) καθίσταται λίαν πιθανή, ὅτε δηλ. τὸ β΄ μέρος τῆς λέξεως εἶναι φάληρος ἢ -ρον (λέξις οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἀλλ’ ὑποτιθεμένη ἐν τῷ ῥηματικῷ τύπῳ φαληριάω), λόφος, λόφιον, ὥστε τετραφάληρος θὰ σημαίνῃ τὴν ἔχουσαν τέσσαρας λόφους περικεφαλαίαν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετραφάληρον· τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τετράφαλος.
English (Autenrieth)
with four-fold crest, κυνέη. (Il.) (See cut under αὐλῶπις.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον
τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φάλ-ηρ-ος (< φάλος «εξάρτημα της περικεφαλαίας» + ένθημα -ηρ-, που ανάγεται είτε σε -ēr- είτε σε -r- / -ăρ- [βλ. λ. φάλ-ăρ-α] με μετρική έκταση)].
Greek Monotonic
τετρᾰφάληρος: [ᾰ], -ον, επίθ. της περικεφαλαίας, πιθ. με τέσσερις κορυφές ή λοφία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰφάληρος: Hom. = τετράφαλος.