ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίστᾰμαι:''' (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:<br /><b class="num">1)</b> являться во сне: (τὸ [[ὄνειρον]]) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;<br /><b class="num">2)</b> становиться на защиту (τινος Soph.).
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπερίσταμαι Low diacritics: υπερίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperístamai Transliteration B: hyperistamai Transliteration C: yperistamai Beta Code: u(peri/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—

   A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.    2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370.    3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἵσταμαι
μσν.
προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. στέκομαι πάνω από κάποιον
2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να του προσφέρω προστασία
3. υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερίστᾰμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίστᾰμαι: (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:
1) являться во сне: (τὸ ὄνειρον) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;
2) становиться на защиту (τινος Soph.).