χαρακτηριστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χαρακτηριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χαρακτηρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό [[γνώρισμα]] προσώπου ή πράγματος, [[προσδιοριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το χαρακτηριστικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) διακριτικό [[γνώρισμα]]<br />β) <b>ναυτ.</b> διακριτικό [[σήμα]] σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η χαρακτηριστική</i><br />(φυσ.-τεχνολ.) [[καμπύλη]] ή [[σμήνος]] καμπυλών, [[προϊόν]] θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την [[συνάρτηση]] ενός μεγέθους κάποιου συστήματος [[προς]] ένα [[άλλο]] [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βιολ.</b> το διακριτικό [[γνώρισμα]], [[συχνά]] και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται [[κυρίως]] στην διακριτική [[κατάσταση]] ή [[έκφραση]] του χαρακτήρα [[αυτού]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χαρακτηριστικά</i>- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]] τών ματιών ή τών μαλλιών, η [[έκφραση]] του προσώπου κ.ά.<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χαρακτηριστική [[ομάδα]]»<br />(χημ) χημική [[ρίζα]] ή χημική [[δομή]] με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[υδροξύλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαρακτηριστικώς</i> / <i>χαρακτηριστικῶς</i>, ΝΜ, και <i>χαρακτηριστικά</i> Ν<br />με χαρακτηριστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[χαρακτηριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χαρακτηρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό [[γνώρισμα]] προσώπου ή πράγματος, [[προσδιοριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το χαρακτηριστικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) διακριτικό [[γνώρισμα]]<br />β) <b>ναυτ.</b> διακριτικό [[σήμα]] σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η χαρακτηριστική</i><br />(φυσ.-τεχνολ.) [[καμπύλη]] ή [[σμήνος]] καμπυλών, [[προϊόν]] θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την [[συνάρτηση]] ενός μεγέθους κάποιου συστήματος [[προς]] ένα [[άλλο]] [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βιολ.</b> το διακριτικό [[γνώρισμα]], [[συχνά]] και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται [[κυρίως]] στην διακριτική [[κατάσταση]] ή [[έκφραση]] του χαρακτήρα [[αυτού]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χαρακτηριστικά</i>- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]] τών ματιών ή τών μαλλιών, η [[έκφραση]] του προσώπου κ.ά.<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χαρακτηριστική [[ομάδα]]»<br />(χημ) χημική [[ρίζα]] ή χημική [[δομή]] με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[υδροξύλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαρακτηριστικώς</i> / <i>χαρακτηριστικῶς</i>, ΝΜ, και <i>χαρακτηριστικά</i> Ν<br />με χαρακτηριστικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρακτηριστικός:''' служащий отличительным признаком (τινος Sext.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηριστικός Medium diacritics: χαρακτηριστικός Low diacritics: χαρακτηριστικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktēristikós Transliteration B: charaktēristikos Transliteration C: charaktiristikos Beta Code: xarakthristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A characteristic, τῆς Λυσίου λέξεως D.H.Lys.11 (Sup.); λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. Id.Dem.34, al.; τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης, S.E.P.3.173, Dam.Pr.36; τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου, Simp. in Cael.713.24; τὸ χ. A.D.Synt.103.17, cf. Choerob. in Theod.2.31H. Adv. -κῶς Eust. 1167.59.—The form χαρακτηρικός is found in Phld.Po.Herc.1676.7, in codd. of D.H.Dem.39, 51, and is v.l. in Id.Lys.l.c. Adv. χαρακτηρικῶς Phld.Rh.2.297S.

German (Pape)

[Seite 1336] bezeichnend, unterscheidend, charakteristisch, D. Hal. de vi Dem. 34, u. bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηριστικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτηρίζων, δηλωτικός, ὁ χρησιμεύων πρὸς χαρακτηρισμόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 173, Διονυσ. Ἁλ. Λυσ. 11, περὶ Δημ. 34, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ αὐτόθι 39, 51, κ. ἀλλ. ἔχει διατηρηθῇ ἐξ ἀντιγράφων ἡ πλημμ. γραφὴ χαρακτηρικός, Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1167. 60.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαρακτηριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν)
α) διακριτικό γνώρισμα
β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτηριστική
(φυσ.-τεχνολ.) καμπύλη ή σμήνος καμπυλών, προϊόν θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την συνάρτηση ενός μεγέθους κάποιου συστήματος προς ένα άλλο μέγεθος
2. το ουδ. ως ουσ. βιολ. το διακριτικό γνώρισμα, συχνά και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται κυρίως στην διακριτική κατάσταση ή έκφραση του χαρακτήρα αυτού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαρακτηριστικά- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα τών ματιών ή τών μαλλιών, η έκφραση του προσώπου κ.ά.
4. φρ. «χαρακτηριστική ομάδα»
(χημ) χημική ρίζα ή χημική δομή με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως είναι λ.χ. το υδροξύλιο.
επίρρ...
χαρακτηριστικώς / χαρακτηριστικῶς, ΝΜ, και χαρακτηριστικά Ν
με χαρακτηριστικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρακτηριστικός: служащий отличительным признаком (τινος Sext.).