σύσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύσπαστος:''' стягиваемый, стяжной ([[βαλάντιον]] Plat.).
|elrutext='''σύσπαστος:''' стягиваемый, стяжной ([[βαλάντιον]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=σύσπαστος -ον of συσπαστός -ον [συσπάω] (met een koord) dichtgetrokken:. τὰ σύσπαστα βαλλάντια de geldbuidels die zijn dichtgetrokken Plat. Smp. 190e.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσπαστος Medium diacritics: σύσπαστος Low diacritics: σύσπαστος Capitals: ΣΥΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: sýspastos Transliteration B: syspastos Transliteration C: syspastos Beta Code: su/spastos

English (LSJ)

ον, or συσπαστός, όν,

   A capable of being drawn together, closed by drawing together, βαλλάντια Pl.Smp.190e, Gal.2.424, Ath. 11.783f; σ. ἐγχειρίδιον a stage-dagger, the blade of which runs back into the hilt, such as was used in the Ajax (815 sq.), Polem.Hist.95.

German (Pape)

[Seite 1042] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπαστος: -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος οὕτως ὥστε νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, βαλλάντιον Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια εἶναι καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, οἷον τὸ ξίφος οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut se resserrer, se fermer.
Étymologie: συσπάω.

Greek Monolingual

-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / σύσπαστος, -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ συσπῶ
ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.)
νεοελλ.
1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύσπαστο
αρχ.
φρ. «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — είδος μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη σκηνή και του οποίου η λεπίδα έκλινε και εισχωρούσε στη λαβή.

Greek Monotonic

σύσπαστος: -ον ή συσπαστός, -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με σύσπαση, αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σύσπαστος: стягиваемый, стяжной (βαλάντιον Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσπαστος -ον of συσπαστός -ον [συσπάω] (met een koord) dichtgetrokken:. τὰ σύσπαστα βαλλάντια de geldbuidels die zijn dichtgetrokken Plat. Smp. 190e.