συγκατατίθημι: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκατατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], [[εναποθέτω]], [[καταθέτω]] από κοινού ή ταυτοχρόνως — Μέσ., συγκατατίθημί τινι τὴν αὐτὴν [[δόξαν]], [[καταθέτω]] την [[ίδια]] [[άποψη]] με κάποιον, σε Πλάτ.· [[κατόπιν]], μόνον με δοτ., [[συμφωνώ]], [[συναινώ]] με, σε Φίλιππ. [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''συγκατατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], [[εναποθέτω]], [[καταθέτω]] από κοινού ή ταυτοχρόνως — Μέσ., συγκατατίθημί τινι τὴν αὐτὴν [[δόξαν]], [[καταθέτω]] την [[ίδια]] [[άποψη]] με κάποιον, σε Πλάτ.· [[κατόπιν]], μόνον με δοτ., [[συμφωνώ]], [[συναινώ]] με, σε Φίλιππ. [[παρά]] Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κατατίθημι, alleen med. met acc. en dat. samen (met...) neerleggen, tegelijk (met...) deponeren, alleen overdr.: πότερον συγκατατίθεσαι ἡμῖν περὶ τούτων τὴν αὐτὴν δόξαν ἢ ἀντίφῃς; leg je dezelfde mening als wij over deze zaken neer of spreek je ons tegen? Plat. Grg. 501c. met dat. instemmen met. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 1 January 2019
English (LSJ)
A deposit together or at the same time, ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ Epigr.Gr.367 (Cotiaeum), cf. Poll.8.157:—Med., Is.6.32. 2 Med., σ. τινὶ τὴν αὐτὴν δόξαν περί τινος (where δόξαν represents ψῆφον) put down the same vote or opinion with another, agree entirely with him, Pl.Grg.501c: with dat. only, agree with, assent or conform to, ταῖς δόξαις Epicur.Sent. Vat.29; τοῖς παρακαλουμένοις Philipp. ap. D.18.166; ταῖς ἐπιβολαῖς σ. τινί Plb.3.71.5, etc.: σ. ὅτι . .agree that... Arist.Top.116a11: abs., assent, Sphaer.Stoic.1.141, Phld.Sign.38, A.D.Pron.49.12, BSA18.140 (Beroea, ii A.D.), etc.: later in Act., -θεῖναι εἴς τι agree to, Porph. VP61, Iamb.VP33.236: cf. συγκατάθεσις.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τίθημι), mit, zugleich, zusammen niedersetzen; med. beistimmen, τινὶ περί τινος, Plat. Gorg. 501 c; Dem. 18, 166; öfter bei Pol., τοῖς λεγομένοις, 3, 98, 11; τῷ ἐγκλήματι, Luc. Eun. 11; Plut. de stoic. repugn. E.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατίθημι: καταθέτω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, ἐμαυτὸν συγκατέθηκα τάφῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 367, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 157· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖ. 59. 28. 2) Μέσ., σ. τινι τὴν αὐτὴν δόξαν περί τινος (ἔνθα τὸ δόξαν σημαίνει ψῆφον), κατατίθημι τὴν αὐτὴν καὶ ἄλλος τις ψῆφον ἢ γνώμην, συμφωνῶ ἐντελῶς μετά τινος, Πλάτ. Γοργ. 501C. ― ἀκολούθως μετὰ μόνης δοτ., συμφωνῶ, συναινῶ μετά τινος, τοῖς παρακαλουμένοις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 22· ταῖς ἐπιβολαῖς σ. τινὶ Πολύβ. 3. 71, 5, κτλ.· σ. ὅτι..., συμφωνῶ..., Ἀριστ. Τοπ. 3. 1, 1· ― πρβλ. συγκατάθεσις. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 86.
English (Thayer)
(T WH συνκατατιθημι (cf. σύν, II. at the end)): middle, present participle συγκατατιθεμενος or perfect participle συγκατατεθειμένος (see below); to deposit together with another; middle properly, to deposit one's vote in the urn with another (ψῆφον τιθέναι, hence, to consent to, agree with, vote for: τῇ βουλή καί τῇ πράξει τίνος, L marginal reading T Tr marginal reading WH marginal reading present participle; others have perfect participle). (Plato, Gorgias, p. 501c., Isaeus, Demosthenes, Polybius, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατατίθημι
μέσ. συγκατατίθεμαι
συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι
αρχ.
καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατατίθημι
μέσ. συγκατατίθεμαι
συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι
αρχ.
καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.).
Greek Monotonic
συγκατατίθημι: μέλ. -θήσω, εναποθέτω, καταθέτω από κοινού ή ταυτοχρόνως — Μέσ., συγκατατίθημί τινι τὴν αὐτὴν δόξαν, καταθέτω την ίδια άποψη με κάποιον, σε Πλάτ.· κατόπιν, μόνον με δοτ., συμφωνώ, συναινώ με, σε Φίλιππ. παρά Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατατίθημι, alleen med. met acc. en dat. samen (met...) neerleggen, tegelijk (met...) deponeren, alleen overdr.: πότερον συγκατατίθεσαι ἡμῖν περὶ τούτων τὴν αὐτὴν δόξαν ἢ ἀντίφῃς; leg je dezelfde mening als wij over deze zaken neer of spreek je ons tegen? Plat. Grg. 501c. met dat. instemmen met.