παλάθη: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(3b) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλάθη:''' (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut. | |elrutext='''πᾰλάθη:''' (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">cake made of conserved fruits</b> (Hdt. 4, 23, Thphr., LXX).<br />Other forms: <b class="b3">παλάσιον</b> bel.<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">παλαθ-ίς</b> f. (Ph. Bel., Str.), <b class="b3">-ιον</b> n. (Polem. Hist.), also <b class="b3">παλάσ-ιον</b> (Ar. Pax 574; v.l. <b class="b3">-θιον</b>); <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b3">π</b>.-like' (Dsc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: If, as probable, to [[πλάσσω]] (s.v.), only in ablaut deviating from second part of the compounds <b class="b3">κορο-</b>, <b class="b3">πηλο-πλάθος</b> and from [[πλάθανον]] (s.v.). The same (disyll.) root has been supposed in <b class="b3">παλά-μη</b>, <b class="b3">παλα-στή</b>, but a root <b class="b2">*plh₂-</b> cannot have given <b class="b3">πλα-</b>; full grade in <b class="b3">πέλα-νος</b> ? Cf. also <b class="b3">πλάξ</b> (which cannot have a disyll. root). After Prellwitz however to <b class="b3">πλῆθος</b>, <b class="b3">πίμπλημι</b>, but <b class="b2">*pleh₁-</b> is here impossible. -- Or an adapted foreign word (quite hypothetic etymology by Lewy Fremdw. 77; s. also Grimme Glotta 14, 17)? To be rejected Specht Ursprung 255 : <b class="b3">θ</b> from IE. [[th]]. - Furnée 259 cites <b class="b3">παλάσια τὰ συγκεκομμένα σῦκα</b>. <b class="b3">καὶ διὰ τοῦ θ παλάθια</b> H.; the variation <b class="b3">θ</b>\/<b class="b3">σ</b> shows that it is a Pre-Greek word. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 3 January 2019
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ,
A cake of preserved fruit, Hdt.4.23, Thphr.HP4.2.10, LXX 1 Ki.25.18, al., Amynt. ap. Ath.11.500d, Luc.Pisc.41, Vit.Auct. 19.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, eine Masse getrockneter Früchte, welche in eine längliche Form zusammengedrückt wurde, eine Art Marmelade; von Nüssen, Her. 4, 23; gew. von Feigen, ἰσχάδων, καρύων, Luc. Pisc. 41 u. öfter; vgl. Amyntas bei Ath. XI, 500 d; Alciphr. 3, 20. 51; Theophr. u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλάθη: ἡ, ὁρμαθὸς ξηρῶν καρπῶν μάλιστα σύκων, ἀλλὰ καὶ καθόλου μᾶζα συμπεπιεσμένων καρπῶν, π.χ. σύκων, ἐλαιῶν, σταφίδων καὶ ἄλλων καρπῶν, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 1, Λουκ. Ἁλ. 41, Βίων Πρᾶσις 19, Ἀμύντας παρ’ Ἀθην. 500D, Wessel. εἰς Διόδ. 17. 67· - ὑποκορ. πᾰλάθιον, τό, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 478D· πᾰλᾰθίς, ίδος, ἡ, Στράβ. 99. - Κατὰ Σουΐδ.: «παλάθαι, μᾶζαι σύκων, καὶ παλασίων τῶν πεπατημένων ἰσχάδων, παλάθαι δὲ καὶ εἶδος βοτάνης. ἢ τὰ ἐκ τρυγὸς πλάσματα. ἢ ἡ ἐπάλληλος θέσις τῶν σύκων».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gâteau de fruits desséchés (noix, figues, etc.) pressés et alignés les uns contre les autres.
Étymologie: παλάσσω.
Greek Monolingual
παλάθη, ἡ (Α)
1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων
2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη, παλαστή «παλάμη», πελανός «είδος γλυκίσματος» ή κατ' άλλους με το ρ. πλάσσω (πρβλ. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος, πλάθ-ανον). Ωστόσο, είναι πιθ. όλοι οι προηγούμενοι τ. να ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα pel∂- / plā με σημ. «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ. πλάσσω). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. με το αρχ. άνω γερμ. flado (πρβλ. γαλλ. flan «είδος γλυκίσματος»). Τέλος, τόσο η σύνδεση της λ. παλάθη με το ρ. πίμπλημι, όσο και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ., δεν θεωρούνται πιθανές].
Greek Monotonic
πᾰλάθη: [λᾰ], ἡ, γλύκισμα από συντηρημένα φρούτα, κομπόστα, γλυκό κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλάθη: (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cake made of conserved fruits (Hdt. 4, 23, Thphr., LXX).
Other forms: παλάσιον bel.
Derivatives: Dimin. παλαθ-ίς f. (Ph. Bel., Str.), -ιον n. (Polem. Hist.), also παλάσ-ιον (Ar. Pax 574; v.l. -θιον); -ώδης π.-like' (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: If, as probable, to πλάσσω (s.v.), only in ablaut deviating from second part of the compounds κορο-, πηλο-πλάθος and from πλάθανον (s.v.). The same (disyll.) root has been supposed in παλά-μη, παλα-στή, but a root *plh₂- cannot have given πλα-; full grade in πέλα-νος ? Cf. also πλάξ (which cannot have a disyll. root). After Prellwitz however to πλῆθος, πίμπλημι, but *pleh₁- is here impossible. -- Or an adapted foreign word (quite hypothetic etymology by Lewy Fremdw. 77; s. also Grimme Glotta 14, 17)? To be rejected Specht Ursprung 255 : θ from IE. th. - Furnée 259 cites παλάσια τὰ συγκεκομμένα σῦκα. καὶ διὰ τοῦ θ παλάθια H.; the variation θ\/σ shows that it is a Pre-Greek word.