ἀστρατεία: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰτεία:''' ἡ<b class="num">1)</b> освобожденность от военной службы Arph.;<br /><b class="num">2)</b> уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut.
|elrutext='''ἀστρᾰτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> освобожденность от военной службы Arph.;<br /><b class="num">2)</b> уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:02, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰτεία Medium diacritics: ἀστρατεία Low diacritics: αστρατεία Capitals: ΑΣΤΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: astrateía Transliteration B: astrateia Transliteration C: astrateia Beta Code: a)stratei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A exemption from service, Ar.Pax526, Ph.2.373.    2 avoidance of service, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, Lys.14.7, And.1.74; γραφαὶ περὶ τῆς ἀ. Pl.Lg.943d; δίκη ἀστρατείας D.39.16.    II she that stops an invasion, of Artemis, Paus.3.25.3.

German (Pape)

[Seite 377] ἡ, 1) Freiheit vom Kriegsdienst, Ar. Pax 518, komisch πνεῖς ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου, Schol. εἰρήνη. – 2) Verlassen des Kriegsdienstes, Desertion, ὑπόδικος τῆς ἀστρατείας Plat. Legg. IX, 878 d; ἀστρατείας γραφή Ar. Equ. 441; ἀστρατείας ὀφλεῖν, sc. δίκην, Andoc. 1, 74; Dem. 24, 103, öfter. Ein Beispiel einer solchen Klage ist Lys. 15 contra Alcib.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰτεία: ἡ, ἐξαίρεσις ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 526. 2) ἀποφυγὴ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ἤτις ἐν Ἀθήναις ἐθεωρεῖτο ὡς μέγα ἔγκλημα ὑποκείμενον εἰς καταδίωξιν, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 443· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικασθῆναι, Λυσ. 140. 10, Ἀνδοκ. 10. 22· ὡσαύτως, αἱ τῆς ἀστρ. δίκαι Πλάτ. Νόμ. 943D, πρβλ. Δημ. 999. 6· ― πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτ. ΙΙ. ἡ ἀναχαιτίζουσα εἰσβολήν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 25, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 dispense du service militaire;
2 abandon du service militaire, désertion.
Étymologie: ἀ, στρατεία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 exención o dispensa del servicio militar concedida por ley, Ar.Pax 526, ἕνεκα φυσικῆς ἀσθενείας Ph.2.373, cf. Sud.
2 incumplimiento del servicio militar φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443, ἀστρατείας ἁλῶναι Lys.14.7, D.21.58, ἀστρατείας ὀφλεῖν And.Myst.74, γραφαὶ ... περὶ τῆς ἀστρατείας Pl.Lg.943d, cf. D.59.27, Plu.2.987c, ὑπόδικος ... τῆς ἀστρατείας γιγνέσθω Pl.Lg.878d, δίκη ἀστρατείας D.39.16, cf. Lycurg.147.

Greek Monolingual

ἀστρατεία, η (Α) στρατεία
1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία
2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας
3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή.

Greek Monotonic

ἀστρᾰτεία: ἡ,
1. εξαίρεση από την υπηρεσία του στρατού, σε Αριστοφ.
2. αποφυγή της υπηρεσίας του στρατού, το οποίο στην Αθήνα θεωρείτο βαρύ αδίκημα, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορούμαι για..., στον ίδ.· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικάζομαι για..., σε Ρήτ..

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰτεία:
1) освобожденность от военной службы Arph.;
2) уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut.