ἀπόρρησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(1)
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπόρρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> запрет, запрещение Plat., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.
|elrutext='''ἀπόρρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> запрет, запрещение Plat., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:40, 5 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρησις Medium diacritics: ἀπόρρησις Low diacritics: απόρρησις Capitals: ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: apórrēsis Transliteration B: aporrēsis Transliteration C: aporrisis Beta Code: a)po/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπερῶ)

   A forbidding, prohibition, Pl.Sph.258c; interdictionof judgement, παρὰ τὴν ἀ. D.33.31; δίκη τῆς ἀ. Is.2.29.    II (ἀπείρηκα) givingup, Pl.R.357a; ἀ. μαρτυρίας refusalto give testimony, Plu.Mar.5; renunciation of a truce, Plb.14.2.14.    III disowning of a son, = ἀποκήρυξις, Suid.    IV giving in, flagging, -σιν ποιήσασθαι Aristid.1.374J.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρησις: -εως, ἡ, (ἀπερῶ), ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ ἐγκατάλειψις ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. ἀποκήρυξις υἱοῦ, ἀποκλήρωσις, Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -ἀποκήρυξις, διάλυσις ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἀποτυχία, Ἀριστείδ. 1. 374.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 interdiction, défense;
2 récusation.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 prohibición μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.Sph.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης IGLS 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7
interdicto de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, δίκη τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.
2 negativa, renuncia Pl.R.357a, cf. PCair.Zen.367.31 (III a.C.), PRyl.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14
en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.Or.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio Plu.Mar.5
dimisión ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν SB 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν PMich.575.8 (II d.C.).
3 desheredamiento Sud.

Greek Monolingual

ἀπόρρησις, η (Α) ρήσις
1. απαγόρευση
2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος
3. λύση ανακωχής
4. αποκήρυξη, αποκλήρωση
5. υποχώρηση.

Greek Monotonic

ἀπόρρησις: -εως, ἡ (ἀπερῶ
I. απαγόρευση, αποτροπή, σε Πλάτ.
II. εγκατάλειψη ενός ζητήματος, άρνηση, απόρριψη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρησις: εως ἡ
1) запрет, запрещение Plat., Dem.;
2) отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.