εὐτραφής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]˙ - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ [[γάλα]] ἐν Χο. 898.
|lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]· - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308· [[γάλα]] ἐν Χο. 898.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰφής Medium diacritics: εὐτραφής Low diacritics: ευτραφής Capitals: ΕΥΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: eutraphḗs Transliteration B: eutraphēs Transliteration C: eftrafis Beta Code: eu)trafh/s

English (LSJ)

ές, (τρέφω)

   A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7.    II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].

Greek Monotonic

εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰφής:
1) хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2) полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3) хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4) питательный (γάλα Aesch.);
5) питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).