ξυρήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335˙ κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]˙ ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]· ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήκης Medium diacritics: ξυρήκης Low diacritics: ξυρήκης Capitals: ΞΥΡΗΚΗΣ
Transliteration A: xyrḗkēs Transliteration B: xyrēkēs Transliteration C: ksyrikis Beta Code: curh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A keen as a razor, X.Cyn.10.3.    II Pass., close-shaven, κάρα E.Ph.[372], El.335 ; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Id.Alc.427.    2 = sq., Ael.Dion.Fr.265, cf. Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 282] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; κάρα ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = ξυρήσιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρήκης: -ες, (ἀκὴ) ὀξύς, κοπτερὸς ὡς ξυράφιον, Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., μέχρι δέρματος ἐξυρημένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς μέχρι δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, ξυρήκης· ὁ ξυρήσιμος καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rasé, tondu avec un rasoir.
Étymologie: ξυρόν, ἀκή.

Greek Monolingual

ξυρήκης, -ες (Α)
1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.)
2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα
3. ξυρήσιμος
4. φρ. «κουρά ξυρήκης» — κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + -ήκης (< ἄκος), πρβλ. νε-ήκης, αμφ-ήκης (βλ. και λ. ακ-)].

Greek Monotonic

ξῠρήκης: -ες (ἀκή
I. κοφτερός σαν ξυράφι, σε Ξεν.
II. Παθ., βαθιά ξυρισμένος, μέχρι το δέρμα, σε Ευρ.· κουρᾷ ξυρήκει, με πολύ κοντό κούρεμα, μέχρι το δέρμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠρήκης: 1) острый как бритва (λόγχαι Xen.);
2) наголо остриженный или обритый (κάρα Eur.).