στέγος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(4)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[στέγη]], [[σκεπή]] («πᾱν δ' ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]] ἐξ [[ἄκρων]] σταθμῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[οικοδόμημα]]<br /><b>3.</b> [[πρόδομος]] οικοδομήματος<br /><b>4.</b> [[τάφος]]<br /><b>5.</b> [[κάλπη]], [[τεφροδόχη]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ουδ. -<i>ος</i>. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ιρλδ. <i>tech</i> «[[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[τέγος]])].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />το [[στέγος]], η [[στέγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[στέγος]] (<i>το</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[στέγη]], [[σκεπή]] («πᾱν δ' ἐρείψιμον [[στέγος]] βεβλημένον πρὸς [[οὖδας]] ἐξ [[ἄκρων]] σταθμῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[οικοδόμημα]]<br /><b>3.</b> [[πρόδομος]] οικοδομήματος<br /><b>4.</b> [[τάφος]]<br /><b>5.</b> [[κάλπη]], [[τεφροδόχη]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ουδ. -<i>ος</i>. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ιρλδ. <i>tech</i> «[[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[τέγος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />το [[στέγος]], η [[στέγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[στέγος]] (<i>το</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγος Medium diacritics: στέγος Low diacritics: στέγος Capitals: ΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: stégos Transliteration B: stegos Transliteration C: stegos Beta Code: ste/gos

English (LSJ)

εος, τό,= τέγος, prop.

   A roof, LXX Ep.Je.10 (v.l. τέγους), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perh. in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ σ. ἐλθεῖν 'under the same roof', SIG 1179.20 (Cnidus).    II mostly, like στέγη, house, mansion, A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.).    III δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν σ., i.e. into the urn containing his ashes, S.El.1165; grave, Lyc.1098.    IV brothel, στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.

German (Pape)

[Seite 932] τό, = τέγος, Dach, Haus; Aesch. Ag. 301 Pers. 137; Soph. Ai. 300; auch von den Todtenurnen, El. 1156; Eur. I. T. 48 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

στέγος: -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. τέγος, κυρίως στέγη, «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, Πολυδ. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ στέγη, οἰκία, οἴκημα, μέγαρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· οὕτως ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = τέγος, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit;
2 abri, demeure, maison;
3 urne funéraire.
Étymologie: στέγω.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.)
2. κατοικία, οικοδόμημα
3. πρόδομος οικοδομήματος
4. τάφος
5. κάλπη, τεφροδόχη
6. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + κατάλ. ουδ. -ος. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ιρλδ. tech «σπίτι» (πρβλ. και λ. τέγος)].
(II)
ὁ, Μ
το στέγος, η στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στέγος (το) με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

στέγος: -εος, τό, στέγη, σκεπή, οροφή· κατόπιν, όπως το στέγη, σπίτι, κατοικία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για την τεφροδόχο λάρνακα, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγος -εος, contr. -ους, τό [στέγω] dak; meestal uitbr. huis, woning, verblijfplaats; van een urn waar de as van de dode in ‘huist’. Soph. El. 1165.

Russian (Dvoretsky)

στέγος: εος τό
1) крыша, кровля Diod.;
2) жилище, дом Aesch., Soph.;
3) погребальная урна Soph.