πάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(2b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: <b class="b2">shrub of the papyros, linnen, paper</b> (Thphr., Dsc., pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">παπύρ-ιον</b> n. dimin. (Dsc.), -(<b class="b3">ε)ών</b> m. <b class="b2">bed of papyros</b> (Aq., inscr.), <b class="b3">-ινος</b> <b class="b2">made of p.</b> (Delos IIa, Plu., pap.), <b class="b3">-ικός</b> <b class="b2">id.</b> (pap.), <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">p.-like</b> (Gal., sch.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Foreign word of unknown origin. Quite doubtful hypothesis by Lagarde in Lewy Fremd. 172 and Schrader-Nehring Reallex. 2, 153, of Grilli in Belardi Doxa 3, 217. From Greek Lat. [[papyrus]]. An older name of papyrus is <b class="b3">βύβλος</b> (s. <b class="b3">βίβλος</b>). Cf. Mayser Pap. 1, 35. From Egypt. Vergote, Mélanges Grégoire 3, 1951, 414-6. Note that Pre-Greek has a suffix <b class="b3">-υρ-</b>.
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: <b class="b2">shrub of the papyros, linnen, paper</b> (Thphr., Dsc., pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">παπύρ-ιον</b> n. dimin. (Dsc.), -(<b class="b3">ε)ών</b> m. <b class="b2">bed of papyros</b> (Aq., inscr.), <b class="b3">-ινος</b> <b class="b2">made of p.</b> (Delos IIa, Plu., pap.), <b class="b3">-ικός</b> <b class="b2">id.</b> (pap.), <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">p.-like</b> (Gal., sch.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Foreign word of unknown origin. Quite doubtful hypothesis by Lagarde in Lewy Fremd. 172 and Schrader-Nehring Reallex. 2, 153, of Grilli in Belardi Doxa 3, 217. From Greek Lat. [[papyrus]]. An older name of papyrus is <b class="b3">βύβλος</b> (s. <b class="b3">βίβλος</b>). Cf. Mayser Pap. 1, 35. From Egypt. Vergote, Mélanges Grégoire 3, 1951, 414-6. Note that Pre-Greek has a suffix <b class="b3">-υρ-</b>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάπῡρος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> the [[papyrus]], an Egyptian [[rush]] with triangular stalks: [[paper]] was made by peeling off its [[outer]] [[coat]] (βύβλοσ), and gluing the slips [[together]].<br /><b class="num">2.</b> [[anything]] made of it, [[linen]], [[cord]], etc., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπῡρος Medium diacritics: πάπυρος Low diacritics: πάπυρος Capitals: ΠΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pápyros Transliteration B: papyros Transliteration C: papyros Beta Code: pa/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ and ἡ,

   A papyrus, Cyperus Papyrus, Thphr.HP4.8.2, Dsc.1.86, Porph. ap. Eus.PE3.7, etc.; as food, UPZ91.8, 96.40 (ii B. C.).    2 linen, cord, etc., made of it, AP6.249 (Antip.), Anacreont.30.5, Plin.HN13.72, etc. [Prop., as in Anacreont. l.c. and Latin poets, but in AP l.c., .]

German (Pape)

[Seite 467] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, βύβλος, man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.]

Greek (Liddell-Scott)

πάπῡρος: ὁ καὶ ἡ, εἶδος παρυδατίου φυτοῦ ἔχοντος τριγωνικὸν στέλεχος καλαμοειδές, ἀφθόνως φυόμενον ἐν Αἰγύπτῳ, οὗ τὸν ἐξωτερικὸν φλοιὸν ἐχρησιμοποίουν ὡς χάρτην πρὸς γραφὴν (βύβλος), συγκολλῶντες τὰς λωρίδας ἐγκαρσίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 2 κἑξ., Πορφ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. 98Α· ἴδε Dict. of Bible ἐν λ. Reed. Τὴν ῥίζαν τοῦ φυτοῦ τούτου ἤσθιον οἱ Αἰγύπτιοι, ὅθεν ἐκαλοῦντο παπυροφάγοι Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) πᾶν τὸ ἐκ παπύρου κατασκευαζόμενον, οἷον ὑφάσματα, σχοινία, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 249, Ἀνακρεόντ. 33. 5, Ἰουβενάλ. 4. 24, πρβλ. Πλίν. 13. 22 κἑξ. [Κυρίως υυ, ἀλλ’ ἐν Ἀνθολ. ἔνθ’ ἀνωτ., υυυ]. - Ὁ πάπυρος νῦν ὀνομάζεται παπῦρι ... μεταχειρίζονται δὲ αὐτὸν οἱ βαρελλοποιοί. - Ἴδε Χατζιδάκιν Περὶ τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 259.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 papyrus;
2 objet (corde) fait en papyrus.
Étymologie: DELG pas d’étym. plausible.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πάπυρος, ἡ, Α
1. το υδροχαρές φυτό Cyperus papyrus, γνωστότερο σήμερα είδος του γένους κύπερος, από τις λωρίδες του στελέχους του οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές της βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε αφθονία κατά μήκος της όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία
2. καθετί που κατασκευάζεται από το φυτό αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης χάρτης κατασκευασθείς», Νείλ.)
νεοελλ.
συνεκδ. κάθε κείμενο γραμμένο σε «χαρτί» παρασκευασμένο από το φυτό αυτό
αρχ.
η ρίζα του φυτού αυτού, την οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., κατά την επικρατέστερη άποψη, αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. pa-p-ouro «βασιλικός» (πρβλ. και λ. βύβλος)].

Greek Monotonic

πάπῡρος: ὁ και ἡ,
1. πάπυρος, αιγυπτιακό φυτό με τριγωνικά κοτσάνια· το χαρτί που βγαίνει από τον πάπυρο, κατασκευάζεται με αποφλοίωση του εξωτερικού φλοιού (βύβλος), και συγκόλληση όλων των σχοινιών του μαζί.
2. οτιδήποτε φτιάχνεται από πάπυρο, λινάρι, σχοινί, σπάγγος κ.λπ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πάπῡρος: (πᾰ; Anth. ῠ) ὁ и ἡ
1) папирус (египетское болотное кустарниковое растение, из луба - βύβλος - которого приготовлялись снасти, ткани, писчая бумага и проч.) Anth.;
2) папирусовое полотно Anacr.;
3) бумага из папируса Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: shrub of the papyros, linnen, paper (Thphr., Dsc., pap.).
Derivatives: παπύρ-ιον n. dimin. (Dsc.), -(ε)ών m. bed of papyros (Aq., inscr.), -ινος made of p. (Delos IIa, Plu., pap.), -ικός id. (pap.), -ώδης p.-like (Gal., sch.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word of unknown origin. Quite doubtful hypothesis by Lagarde in Lewy Fremd. 172 and Schrader-Nehring Reallex. 2, 153, of Grilli in Belardi Doxa 3, 217. From Greek Lat. papyrus. An older name of papyrus is βύβλος (s. βίβλος). Cf. Mayser Pap. 1, 35. From Egypt. Vergote, Mélanges Grégoire 3, 1951, 414-6. Note that Pre-Greek has a suffix -υρ-.

Middle Liddell

πάπῡρος, ὁ, ἡ,
1. the papyrus, an Egyptian rush with triangular stalks: paper was made by peeling off its outer coat (βύβλοσ), and gluing the slips together.
2. anything made of it, linen, cord, etc., Anth.