οἰνόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰνόπεδος:''' поросший виноградом, виноградный ([[ἀλωή]] Hom.).
|elrutext='''οἰνόπεδος:''' поросший виноградом, виноградный ([[ἀλωή]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνό-πεδος, ον, [[πέδον]]<br /><b class="num">I.</b> with [[soil]] fit to [[produce]] [[wine]], [[wine]]-producing, Od.<br /><b class="num">II.</b> [[οἰνόπεδον]], ου, τό, as Subst. a [[vineyard]], Il., Theogn.:—also οἰνοπέδη, ἡ, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόπεδος Medium diacritics: οἰνόπεδος Low diacritics: οινόπεδος Capitals: ΟΙΝΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: oinópedos Transliteration B: oinopedos Transliteration C: oinopedos Beta Code: oi)no/pedos

English (LSJ)

ον (η, ον Opp. C.4.331),

   A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193 ; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c.    II Subst. οἰνό-πεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.

English (Autenrieth)

(πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.

Greek Monolingual

οινόπεδος, -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)
αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο
αρχ.
1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο
2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον
αμπελοφόρος γη, αμπελότοπος, αμπελώνας (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.
β. «οἷος πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

οἰνόπεδος: -ον (πέδον),·
I. περιοχή που το έδαφός της είναι πρόσφορο για οινοπαραγωγή, σε Ομήρ. Οδ. II.οἰνόπεδον, τό, ως ουσ., αμπελώνας, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης, οἰνοπέδη, , σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόπεδος: поросший виноградом, виноградный (ἀλωή Hom.).

Middle Liddell

οἰνό-πεδος, ον, πέδον
I. with soil fit to produce wine, wine-producing, Od.
II. οἰνόπεδον, ου, τό, as Subst. a vineyard, Il., Theogn.:—also οἰνοπέδη, ἡ, Anth.